Μία από τις προτεραιότητες των κυβερνήσεων του Οθωνα αποτελούσε η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, όπως προκύπτει από ιστορικά αρχεία-ντοκουμέντα.
Σχεδόν δύο αιώνες πίσω στην εποχή του Οθωνα πηγαίνει η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Οπως προκύπτει από ιστορικά αρχεία-ντοκουμέντα που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ακριβές αντίγραφο των οποίων έχει στη διάθεσή της η «Κ», αυτή αποτελούσε μια από τις προτεραιότητες των κυβερνήσεών του. Στον πυρήνα του φακέλου με τίτλο «Ακρόπολις των Αθηνών» βρίσκονται 223 έγγραφα που καλύπτουν την περίοδο από το 1834 ως το 1842 και που αναδεικνύουν την έντονη κινητοποίηση της τότε ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, με πολύ σοβαρούς όρους και με σκοπό την επιστροφή Γλυπτών. Ταυτόχρονα, αποτυπώνεται και η αγωνία για πιθανά εμπόδια στην υλοποίηση της διαδικασίας. Ανάμεσα στα έγγραφα και η επίσημη αλληλογραφία μεταξύ των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών αλλά και μεταξύ του ελληνικού κράτους και των ξένων κρατών.
Οπως αναφέρει μιλώντας στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος, καθηγητής σύγχρονης πολιτικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρόεδρος της εφορείας των Γ.Α.Κ., «η διεκδίκηση όλων των αρχαιοτήτων που έχουν αφαιρεθεί με πολύ αμφισβητήσιμους όρους από τη χώρα είχε ανατεθεί στη γραμματεία που ήταν υπεύθυνη για τα εκκλησιαστικά και τη δημόσια εκπαίδευση, καθώς τότε δεν υπήρχαν υπουργεία με τη σημερινή μορφή».
«Ο φάκελος αφορά την αποκατάσταση της Ακρόπολης ως μνημείο πια και τον αποχαρακτηρισμό της από φρούριο, κι αμέσως αρχίζει η συζήτηση για τη φύλαξή του, τη δημιουργία ενός μουσείου στον χώρο του βράχου αλλά και τη στρατηγική που πρέπει να έχει το κράτος για να διεκδικήσει την επιστροφή των Γλυπτών. Δεν είναι, συνεπώς, μια καινούργια υπόθεση αυτή, που αφορά την πρόσφατη περίοδο, και αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός που ήταν ο τότε γραμματέας Εκκλησιαστικών υποθέσεων και Δημόσιας Εκπαίδευσης, είναι παλιός Φαναριώτης από τις παραδουνάβιες περιοχές τον οποίο έφερε μαζί του ο Καποδίστριας στην Ελλάδα και έμεινε μετά τη δολοφονία του και επί βαυαρικής διοίκησης, διότι διέθετε μεγάλη παιδεία, γνώριζε ξένες γλώσσες και είχε προσβάσεις στη Βρετανία, οπότε άρχισε και μια αλληλογραφία με τα στελέχη της πρεσβείας μας στο Λονδίνο και με κάποιον απεσταλμένο μας στο βρετανικό μουσείο», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σωτηρόπουλος.
«Ο φάκελος αφορά την αποκατάσταση της Ακρόπολης ως μνημείο πια και τον αποχαρακτηρισμό της από φρούριο, κι αμέσως αρχίζει η συζήτηση για τη φύλαξη του, τη δημιουργία ενός μουσείου στον χώρο του βράχου αλλά και τη στρατηγική που πρέπει να έχει το κράτος για να διεκδικήσει την επιστροφή των Γλυπτών».
Μια από τις επιστολές που περιλαμβάνονται στην αλληλογραφία είναι και αυτή με ημερομηνία 6/18 Ιουλίου 1836 προς τον βασιλικό οίκο και τη γραμματεία επί των εξωτερικών, με στόχο να προωθηθεί στις πρεσβείες μας και κατά βάση στην πρεσβεία στο Λονδίνο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται σε αυτήν ότι ο λόρδος Ελγιν δεν αφαίρεσε μόνο αντικείμενα που βρίσκονταν στο έδαφος αλλά κατέστρεψε και ένα τμήμα του Παρθενώνα και του Ερεχθείου.
Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Δεν είναι αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι ο ποτέ λόρδος Έλγιν κατά το διάστημα 1800-1803 επωφελήθηκε από τη θέση του ως πρέσβης στην Υψηλή Πύλη για να συγκεντρώσει στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, με τρόπους των οποίων η νομιμότητα θα εξετασθεί παρακάτω, μια πολύτιμη συλλογή έργων τέχνης, αγαλμάτων, αναγλύφων, επιγραφών κλπ και ότι δεν αρκέστηκε να πάρει μόνον όσα ήταν στο έδαφος αλλά προχώρησε παραπέρα καταστρέφοντας ακόμη και ένα τμήμα του Παρθενώνα και του Ερεχθείου ώστε να μπορέσει να αποσπάσει τα αγάλματα, τα ανάγλυφα και τις κολώνες που επιθυμούσε.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία ο λόρδος Έλγιν υπέβαλε στις 15 Φεβρουαρίου 1816 αίτηση προς τη Βουλή των Κοινοτήτων προτείνοντας την αγορά αυτής της πλούσιας συλλογής από το δημόσιο μουσείο. Ο τότε υπουργός δεν ήταν μόνον διατεθειμένος να υποστηρίξει το αίτημα του λόρδου, αλλά ήταν αναγκασμένος να καλύψει, μέσω αυτής της αγοράς, ένα μέρος των μεγάλων ποσών τα οποία ο λόρδος είχε αποσπάσει, στο διάστημα κατά το οποίο ήταν πρέσβης, από το δημόσιο ταμείο και τα οποία υπερέβαιναν κατά πολύ τους μισθούς του. Διόρισε λοιπόν μια επιτροπή τόσο ευνοϊκή για την υπόθεση του λόρδου Έλγιν που ήταν δυνατόν για τη σύνταξη της αναφοράς της να παρακάμψει την Βουλή των Κοινοτήτων. Σ’ αυτήν την αναφορά, κυρίως, θα έπρεπε να στηριχθούν οι αξιώσεις που πρόκειται να εγερθούν προς την αγγλική κυβέρνηση για να καταδειχθεί ότι η κοινή γνώμη, όχι μόνον της υπόλοιπης Ευρώπης αλλά ακόμη και της Αγγλίας, ήταν αντίθετη με τις πράξεις του λόρδου Έλγιν».
Ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ο Ιάκωβος Ρίζος προσθέτει ότι «ο λόρδος Έλγιν καταχράστηκε το όνομα της αγγλικής κυβέρνησης και την πρεσβευτική του ιδιότητα για να αποκτήσει την άδεια ώστε να προβεί σε πράξεις για τις οποίες δεν είχε καμία εξουσιοδότηση από την κυβέρνησή του, ότι αυτή η άδεια από μόνη της ήταν πολύ περιορισμένη, και αφορούσε μόνον ένα ή δύο ανάγλυφα τα οποία βρίσκονταν ήδη κατεδαφισμένα και ότι τελικά ο Λόρδος Έλγιν μπόρεσε με δώρα και διαφθείροντας τις τουρκικές αρχές να κατεδαφίσει σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους τους ναούς».
Εντέλει, όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο, η υπόθεση συζητήθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων την 7η Ιουνίου 1816 και παρά τις ισχυρές αντιπολιτευτικές φωνές, η άποψη του βρετανικού υπουργείου, έχοντας μια ισχυρή πλειοψηφία συντηρητικών μέσα στο Κοινοβούλιο, επικράτησε, και η συλλογή του λόρδου Ελγιν αγοράστηκε για 35.000 λίρες.
Οσο για τη νομιμότητα των πράξεων του λόρδου Ελγιν ήταν αρκούντως αμβίβολη καθώς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ακόμη και αν διέθετε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, η πράξη αφαίρεσης έργων τέχνης τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με την αρχαία δόξα της Ελλάδας θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση στο όνομα των δικαιωμάτων του ανθρώπου».
Μάλιστα, μέσω της επιστολής περιγράφονται και οι κατευθυντήριες οδηγίες προς τον κύριο πληρεξούσιο υπουργό του βασιλιά Οθωνα στο Λονδίνο, ο οποίος «θα περιόριζε τις απαιτήσεις του στα τέσσερα τμήματα της ζωφόρου του ναού της Απτέρου Νίκης» και θα στηριζόταν στο επιχείρημα ότι «ο εν λόγω ναός, αφού βρέθηκε ερειπωμένος, ανεγέρθη εξ ολοκλήρου πάνω στα παλαιά του θεμέλια, ότι και άλλα τμήματα της ζωφόρου βρέθηκαν και θα επανατοποθετηθούν στο ναό και ότι θα ήταν θλιβερό για τους φίλους των αρχαιοτήτων και καθόλου τιμητικό για το έθνος των Άγγλων εάν αυτή η αποκατάσταση παρέμενε ατελής εξαιτίας των λεηλασιών που διαπράχθηκαν υπό την αιγίδα του βρετανικού ονόματος από τον ποτέ κόμη του Έλγιν».
Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι το ελληνικό κράτος ακολουθεί μια τακτική αμοιβαίων ανταλλαγών, ώστε να μπορεί να πείσει τη βρετανική πλευρά να επιστρέψει τα Γλυπτά. Ετσι, σε αντάλλαγμα, ο πληρεξούσιος υπουργός του βασιλιά στο Λονδίνο θα προσέφερε, αντίγραφα άλλων τμημάτων της ζωφόρου τα οποία έχουν πρόσφατα ανακαλυφθεί, και μόνο στην περίπτωση που θα δηλωνόταν κατηγορηματικά ότι η πρόταση δεν γίνεται αποδεκτή, θα προσέθετε την προσφορά των δύο άλλων αντιγράφων που αναπαριστούν τις φτερωτές Νίκες, τα οποία σχημάτιζαν ένα κιγκλίδωμα γύρω από το ναό.
«Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι η διεκδίκηση γίνεται με πολύ οργανωμένο τρόπο και η στρατηγική επιχειρημάτων παραμένει ίδια μετά από δύο αιώνες».
«Η φροντίδα της αμοιβαίας μεταφοράς αυτών των αντικειμένων θα γίνει με την ευθύνη της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία διατηρώντας δύο στόλους στη Μεσόγειο, διαθέτει όλα τα μέσα γι’ αυτόν τον σκοπό», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας την επιστολή ο κ. Σωτηρόπουλος αναφέρει ότι «αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι η διεκδίκηση γίνεται με πολύ οργανωμένο τρόπο και η στρατηγική επιχειρημάτων παραμένει ίδια μετά από δύο αιώνες. Μάλιστα, ακόμη και της Μελίνας Μερκούρη τα επιχειρήματα, τη δεκαετία του ’80, είναι λίγο πολύ τα ίδια με αυτά του ελληνικού κράτους από την αρχή της συγκρότησης του, και τα οποία συνεπώς παρουσιάζουν μια συνέχεια μέχρι σήμερα. Είναι μια απόδειξη ότι το κράτος μας δεν λειτουργεί πάντοτε αναποτελεσματικά και με χαοτικό τρόπο, αλλά διατηρεί μια θεσμική μνήμη που του επιτρέπει να διασφαλίζει κάποια συνέχεια στις πολιτικές του. Δυστυχώς, όχι πάντα, οπότε τέτοιες μείζονες εθνικές υποθέσεις έρχονται να μας δείξουν τη σημασία που έχει συχνά η κρατική συνέχεια ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και πολιτικών παρατάξεων. Είναι επίσης αξιοπαρατήρητη η ποιότητα, η σοβαρότητα και η αφοσίωση των πολιτικών και των κρατικών στελεχών της εποχής στο δημόσιο συμφέρον, παρότι πρόκειται για μια νεότευκτη κρατική διοίκηση. Θα πρέπει να αποτελούν πρότυπο και για σήμερα».
Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος φάκελος αποτελεί μέρος της πλούσιας συλλογής που διατηρείται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Στην κεντρική υπηρεσία διακρίνονται οι μεγάλες κατηγορίες των αρχείων του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα της περιόδου του Αγώνα, του Ιωάννη Καποδίστρια, του Οθωνα, του Γεωργίου Α’ και τα αρχεία του 20ου και 21ου αιώνα, τα οποία προέρχονται από δημόσιες υπηρεσίες τόσο της κεντρικής διοίκησης όσο και της αποκεντρωμένης, καθώς και αρχεία δικαστικών και συμβολαιογραφικών αρχών. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι όλοι οι φάκελοι που φυλάσσονται εκεί, αν τοποθετηθούν ο ένας δίπλα στον άλλο σχηματίζουν αρχειακό υλικό μήκους 50 χιλιομέτρων, και 110 χιλιομέτρων αν προστεθεί και το υλικό από τις αρχειακές υπηρεσίες στην υπόλοιπη επικράτεια.
Πηγή: Θ. Βασιλοπούλου, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου