Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Πυρπολικά: ο επιτυχής ασύμμετρος πόλεμος των Ελληνικών πυρπολικών εναντίον Οθωμανικού Στόλου κατά την Εθνεγερσία (μέρος α’)

 

Συγγραφέας: Στέφανος Σκαρμίντζος M.A. Military History

Εισαγωγή

Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τα μέσα του 17ου αιώνα έδωσε την αφορμή για αποσχιστικές τάσεις μεταξύ των χριστιανών υπηκόων της. Μετά από πολλές προηγούμενες απόπειρες που είχαν όλες καταλήξει σε ένα λουτρό αίματος, οι Ελληνες εξεγέρθηκαν και πάλι τον Μάρτιο του 1821. Ύστερα από ένα μακρύ και σκληρό πόλεμο, ένα μικρό μέρος της Ελλάδας αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις τής Ευρώπης ως ανεξάρτητο κράτος το 1830.

Ο πόλεμος στη θάλασσα ήταν ισως το πιο κρίσιμο μέρος της σύγκρουσης μεταξύ των επαναστατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνέβαλε αποφασιστικά στην θετική για τους Ελληνες έκβαση του Αγώνα του 1821. Το άρθρο εξετάζει γιατί το πυρπολικό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια των

Ελλήνων να αποσπάσουν την ναυτική υπεροχή από τους Οθωμανούς κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και τους λόγους που τους οδήγησαν στην ασύμμετρη αυτή ναυτική σύγκρουση: την μοναδική ίσως παγκοσμίως κατά την οποία το πυρπολικό μετετράπη σε κύριο όπλο κρούσης του ενός εκ των αντιμαχομένων.

Το Οθωμανικό Ναυτικό

Ενώ οι Βυζαντινοί και οι Δυτικοί αρχικά θεωρούσαν το οθωμανικό ναυτικό ως ένα συνονθύλευμα  πειρατών, οι Οθωμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν σημαντικούς στόλους από τον 15ο αιώνα και μετά καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να κυριαρχήσουν στην Ανατολική Μεσόγειο και να απειλήσουν σοβαρά τις δυτικές Ναυτικές Δυνάμεις της εποχής.

Στην εποχή των κωπήλατων πλοίων, εκτός από τους αξιωματικούς και τους πεζοναύτες, τα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων αποτελούνταν από χριστιανούς σκλάβους, αλλά στο πέρασμα του χρόνου αυτή η πρακτική εγκαταλείφθηκε. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε τότε στρατολογεί νέους άνδρες από τα νησιά του Αιγαίου και άλλες παράκτιες (κυρίως χριστιανικές κατά πλειοψηφία) επαρχίες. Με αυτόν τον τρόπο, κατά τη διάρκεια του 18ου  και στις αρχές του 19ου αιώνα, το Οθωμανικό Ναυτικό στηρίχθηκε πολύ στα νησιωτικά βιλαέτια της αυτοκρατορίας (κυρίως με ελληνικό πληθυσμό) για να αντλήσει ανθρώπινο δυναμικό.

Ο Nasuhzade Ali Paşa, ως επονομαζόμενος και Καρά Αλή ως “Καπουδάν Πασάς” (Αρχιναύαρχος). Ήταν ο καταστροφέας της Χίου.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, η Υψηλή Πύλη φυλάκισε ή εκτέλεσε την πλειοψηφία των Ελλήνων ναυτικών. Όσοι γλίτωσαν λιποτάκτησαν. Ο σουλτάνος, προκειμένου να θέσει τα πλοία του ξανά σε κίνηση, ναυτολόγησε καταναγκαστικά όσους μουσουλμάνους λιμενεργάτες και βαρκάρηδες ήταν διαθέσιμοι και προσέλαβε Αλγερινούς, Τυνήσιους, Μαλτέζους ή ακόμη και Γενουάτες μισθοφόρους. Πολλές φορές οι Οθωμανοί ναυτολόγοι δελέαζαν τους απρόθυμους υποψήφιους με την υπόσχεση της λεηλασίας στα πλούσια ελληνικά νησιά.

Έλληνας ναυτικός στην υπηρεσία του Οθωμανικού Στόλου (Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη)

Οι Αλγερινοί και οι Τυνήσιοι ήταν πειρατές, ικανοί ναυτικοί αλλά απείθαρχοι και βασικός σκοπός τους ήταν η λεηλασία. Φυσικά ήταν απρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τα πλοία τους που ήταν το εργαλείο του πλουτισμού τους. Οι Ευρωπαίοι μισθοφόροι, όσο καλοί επαγγελματίες και αν ήταν, είχαν ως κυρία μέριμνα την επιβίωσή τους και όχι την επιτυχία της αποστολής, ειδικά αν αντιμετώπιζαν πείσμωνες αντιπάλους όπως οι Ελληνες ναυτικοί. Σε ένα πολεμικό πλοίο, ένα πολύγλωσσο πλήρωμα χωρίς κοινή γλώσσα συνεννόησης αποτελεί ένα κρίσιμο μειονέκτημα, ειδικά την ώρα της μάχης.

Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε στα οθωμανικά πλοία είναι η περίπτωση της φρεγάτας «Μπουρλότ-Κορκμάζ» (μτφ. δεν φοβάται τα πυρπολικά) στις 8 Απριλίου 1824 όπως παραδίδεται από τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Ορλάνδο. Όταν οι ομοβροντίες των πυροβόλων της φρεγάτας απέτυχαν να σταματήσουν την προώθηση ενός ελληνικού πυρπολικού, το πλήρωμά της, μη εμπνεόμενο φαίνεται από το καυχησιάρικο όνομά της, την εγκατέλειψε βιαστικά με βάρκες ή πέφτοντας στη θάλασσα.


Οι Οθωμανοί ναύαρχοι επίσης ήταν ακατάλληλα για τη θέση άτομα που συχνά είχαν εξαγοράσει το διορισμό τους. Οι Οθωμανοί επιπλέον υπέστησαν μεγάλη ζημιά όταν ο ναύσταθμός τους καταστράφηκε από μια τυχαία (;) πυρκαγιά το 1823 αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και έως το τέλος του πολέμου το οθωμανικό ναυτικό ήταν ακόμα σε θλιβερή κατάσταση.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η συνολική απόδοση του οθωμανικού στόλου ήταν κακή. Ο σουλτάνος στράφηκε στον Αιγύπτιο υποτελή του Μωχάμετ Άλη για βοήθεια. Το αιγυπτιακό ναυτικό ήταν οργανωμένο πάνω σε ευρωπαϊκές γραμμές και τα πληρώματα του διοικούνταν από Γάλλους κυρίως αξιωματικούς αλλά οι κακές σχέσεις μεταξύ Τούρκων και Αιγυπτίων ναυάρχων δημιουργούσαν προβλήματα στη συνολική απόδοση του οθωμανικού στόλου.

Το Ελληνικό Ναυτικό

Η ελληνική ναυτική παράδοση ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν τα διάφορα εκθέματα του Μουσείου Κυκλαδικού πολιτισμού. Ενώ κατά την πρώιμη περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Ελληνες ήταν μεταξύ των άτυχων κωπηλατών σκλάβων των τούρκικων γαλερών, σταδιακά άρχισαν να επανέρχονται στις θαλάσσιες ασχολίες τους.

Η πρώτη σημαντική στιγμή για τους Ελληνες ναυτικούς ήρθε μετά από το 1774, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα της από τους Ρώσους, υποχρεώθηκε να επιτρέψει φορολογική απαλλαγή στα πλοία με ρωσική σημαία. Οι Ελληνες το εκμεταλλεύτηκαν αυτό και καταχωρούσαν τα πλοία τους στο ρωσικό νηολόγιο για να αποφεύγουν τη φορολογία.

Δίσκος με τη σφραγίδα του Τσάρου που χρησιμοποιούταν από τους Ελληνες πλοιάρχους κι εξασφάλιζε ελεύθερη ναυσιπλοΐα χωρίς φορολογικά τέλη. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Φωτ. Σ. Σκαρμίντζος)

Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1803 – 1815) επέτρεψαν σε πολλούς Ελληνες νησιώτες να κάνουν την τύχη τους σπάζοντας τους αποκλεισμούς των εμπολέμων. Καθώς οι πειρατές της Μπαρμπαριάς επιτίθονταν στα πλοία που δεν τους πλήρωναν προστασία, τα εμπορικά της εποχής ήταν οπλισμένα με έξι ως δεκαέξι πυροβόλα και ως εκ τούτου οι Ελληνες ναυτικοί συνήθισαν στο ναυτικό πόλεμο. Στα νησιά του Αιγαίου, οι ναυτικές δεξιότητες διδάσκονταν στα αγόρια από την παιδική ηλικία και η θάλασσα γίνονταν η ουσία της ζωής τους.  Οι νησιώτες όμως παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στον κόσμο γύρω τους, γι αυτό ίδρυσαν ναυτικές σχολές και εισήγαγαν καινοτομίες από την Ευρώπη. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ανώτερη ναυτοσύνη που επέδειξαν οι Ελληνες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ανεξαρτησίας.


Πειθαρχία, όπως ήταν αντιληπτή από τα πολεμικά ή εμπορικά πλοία της περιόδου δεν εφαρμόζονταν στα ελληνικά πληρώματα της εποχής. Εκτός από τον καπετάνιο δεν υπήρχαν άλλοι αξιωματικοί και συχνά οι αποφάσεις λαμβάνονταν μετά από διαβούλευση του πλοιάρχου με το πλήρωμά του. Οι άνδρες είχαν όλοι κάποιου είδους συγγενική σχέση με τον πλοίαρχο και θεωρούσαν το πλοίο κάτι σαν οικογενειακή περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν πολύ αποφασιστικοί στη μάχη για να αποκρούσουν τους πειρατές αλλά απρόθυμοι να ρισκάρουν πολύ σε μια σύγκρουση με πολεμικό σκάφος που θα μπορούσε να βυθίσει το πλοίο από το οποίο όλοι είχαν κάποιο συμφέρον.

Οι περισσότερες συγκρούσεις των αντιπάλων στόλων έγιναν σε μεγάλη απόσταση βολής και με λίγες σχετικά απώλειες για τους επαναστάτες. Για να αντιμετωπίσουν τα οθωμανικά πλοία της γραμμής, οι Ελληνες, που δεν διέθεταν αληθινά πολεμικά πλοία, κατέφυγαν σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ασύμμετρο πόλεμο» με τη χρήση των πυρπολικών. (μπουρλότα στην ορολογία της εποχής).

Το πυρπολικό και η χρήση του

Χρήση πυρπολικών πλοίων καταγράφεται για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία στην διάρκεια του πέμπτου αιώνα π. Χ. κατά την πολιορκία των Συρακουσών από τους Αθηναίους.  Αυτή η μέθοδος επίθεσης χρησιμοποιήθηκε επίσης επιτυχώς από το Δυτικές ναυτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του 16ου  και του 17ου αιώνα με  πιο χαρακτηριστική περίπτωση την απόκρουση της Ισπανικής Αρμάδας από τον Φράνσις Ντραίηκ.

Μοντέλο πυρπολικού της εποχής της Εθνεγερσίας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Στα ελληνικά νερά πυρπολικά πλοία καταγράφεται ότι έχουν εμφανιστεί ξανά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα στη ναυμαχία του Τσεσμέ μεταξύ των Οθωμανών και των Ρώσων.
Διέφευγε με μια βάρκα που λεγόταν σκαμπαβία και σύρονταν προσδεδεμένη στην πρύμνη του πυρπολικού. Ο καπετάνιος αποχωρούσε τελευταίος αφού έβαζε φωτιά στο πλοίο με ένα δαυλό.

Τα ξύλινα ιστιοφόρα πλοία ποτισμένα με εύφλεκτα υλικά στεγάνωσης ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα Το πυρπολικό έπρεπε να προετοιμαστεί από ιδιώτη που θα πρόσφερε συνήθως ένα παλαιό πλοίο για το σκοπό αυτό και επίσης θα ανελάμβανε τη δαπάνη του εξοπλισμού του. Σύμφωνα με τον ιστορικό N, Βασιλάτο το κόστος μετατροπής ενός σκάφους σε πυρπολικό κυμαίνονται από 30.000 έως 100.000 γρόσια (δηλαδή σημερινά 20.000 έως 75.000 ευρώ). Τετράγωνες οπές που ονομάζονταν «ρούμποι»  ανοίγονταν στο κατάστρωμα και γεμίζονταν με μπάλες από μείγμα θείου, καλίου και πυρίτιδας. Στη συνέχεια, κάλυπταν τις μπάλες με φρύγανα. Γύρω από τον ιστό του σκάφους έβαζαν (κάτω από το κατάστρωμα) τέσσερα βαρέλια  μισογεμισμένα με πυρίτιδα. Όλα τα ξάρτια και πανιά ήταν εμποτισμένα με εύφλεκτο υλικό όπως πίσσα και ρητίνη. Οι ρυθμίσεις γίνονταν έτσι ώστε η πυρκαγιά να ξεκινήσει από την πρύμνη σκάφους. Ο λόγος ήταν ότι το πλήρωμα, αφού κατεύθυνε και προσκολλούσε το πυρπολικό στον στόχο, στην συνέχεια έπρεπε να διαφύγει. Μια άλλη  παρενέργεια της πυρπολικής επίθεσης ήταν ότι λόγω της πυράκτωσης τα γεμισμένα πυροβόλα του πλοίου στόχου έσκαγαν βάλλοντας τα βλήματα τους και  προκαλώντας ακόμη περισσότεροι σύγχυση στην εχθρική γραμμή μάχης.

Χειροβομβίδες του 18ου αιώνα. Αν και σαν όπλο είχαν εγκαταλειφθεί στην Ευρώπη το 19ο αι. ήταν εξαιρετικά χρήσιμες στους πυρπολητές που μπορούσαν να εξουδετερώσουν με αυτές τα εχθρικά πληρώματα που τους πυροβολούσαν ενώ προσάρμοζαν το πυρπολικό στο στόχο.( Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, φωτ. Σ. Σκαρμίντζος)


Οι κοινότητες των ναυτικών νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών επέλεγαν πλοιάρχους ειδικά για τα πυρπολικά. Τα πληρώματα επίσης ήταν όλοι τους ειδικά επιλεγμένοι εθελοντές που εκτιμάται ότι θα ήταν λιγότεροι από 500 συνολικά κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Το ηθικό των ανδρών αυτών ήταν υψηλό από το συνδυασμό της βαθιάς θρησκευτικής τους πίστης και από τον υψηλό σεβασμό που έχαιραν από τους συμπατριώτες τους. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι στην Υδρα ο μπουρλοτιέρης εiναι μισός θεός.

Οι πυρπολητές επιτίθονταν είτε σιωπηλά πλησιάζοντας αγκυροβολημένα πλοία τη νύχτα ή σε μια ναυμαχία κατά τη διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιώντας τον καπνό των πυροβολισμών ως κάλυψη.
Κατά τη διάρκεια των νυκτερινών επιθέσεων οι Ελληνες κινδύνευαν μόνο αν τους αντιλαμβάνονταν έγκαιρα οι  σκοποί του πλοίου στόχου. Πολλές φορές για να τους ξεγελάσουν ύψωναν την αυστριακή σημαία• οι Αυστριακοί στήριζαν ενεργά τους Οθωμανούς.

Μουσκέτο που εφέρετο από τον Κων. Κανάρη με πολλαπλή περιστρεφόμενη κάννη για να εξασφαλίζεται η ταχύτητα και η συνέχεια των βολών την εποχή των εμπροσθογεμών όπλων. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, φωτ. Σ. Σκαρμίντζος).

Αν οι Οθωμανοί αντιλαμβάνονταν αργά την ελληνική προσέγγιση και η ισχύς πυρός τους δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει τους πυρπολητές, έχαναν την ψυχραιμία τους. Συνήθως το πανικόβλητο εχθρικό πλήρωμα δεν κατάφερνε να αποκολλήσει το φλεγόμενο πυρπολικό, με την περίπτωση της επίθεσης του Κανάρη στη Χίο να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.


Στις ημερήσιες επιθέσεις κατά τη διάρκεια των ναυμαχιών οι συνθήκες ήταν απείρως πιο δύσκολες. Οι Ελληνες, που ουσιαστικά βρίσκονταν πάνω σε μια πλωτή βόμβα, έπρεπε να αψηφήσουν το πυρ των πυροβόλων του σκάφους στόχου και όσο πλησίαζαν δεχόταν επιπλέον και τις βολές των μουσκέτων των Οθωμανών πεζοναυτών. Oι Ελληνες αντιδρούσαν προσπαθώντας να περιορίσουν τις βλάβες με ναυτικούς πελέκεις, κόβοντας τα πεσμένα ξάρτια και άλλα θραύσματα για να εκκαθαριστεί το κατάστρωμα και να απομακρυνθούν οι πυρακτωμένες μπάλες κανονιών που θα μπορούσαν να θέσουν πυρ στο ξύλινο σκάφος.

Αν οι βολές των οθωμανικών πυροβόλων δεν αχρήστευαν το ελληνικό σκάφος και αυτό κατάφερνε να πλευρίσει το στόχο, οι αμυνόμενοι θα πυροβολούσαν το ελληνικό πλήρωμα ελπίζοντας να το εξουδετερώσουν πριν αυτό προσδέσει το πυρπολικό στο στόχο. Γι αυτό όταν έφταναν στην κατάλληλη απόσταση, οι πυρπολητές έβαλαν σκάγια με «τρομπόνια» (μουσκέτα ευρέως στομίου) κατά του εχθρού.

«Τρομπόνια» που χρησιμοποιούσαν οι πυρπολητές στον Αγώνα του 21. Το στόμιο σε σχήμα χοάνης βοηθούσε τη διασπορά σφαιριδίων ή καρφιών με καταστρεπτικά αποτελέσματα στις εγγύς αποστάσεις, ειδικά μεταξύ των πλευρισμένων πλοίων. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, φωτ. Σ. Σκαρμίντζος)

Στις κοντινές αποστάσεις που διεξάγονταν η σύγκρουση το αποτέλεσμα θα ήταν καταστρεπτικό για το εχθρικό πλήρωμα. Τα «τρομπόνια» εξισορροπούσαν κάπως την αριθμητική  μειονεξία των Ελλήνων. Μερικές φορές  οι πυρπολητές έριχναν και βομβίδες με φιτίλι. Αυτό πολλές φορές πανικόβαλε τους Τούρκους που κοίταζαν να σωθούν οι ίδιοι παρά να σώσουν το πλοίο τους.
Ιδανικά ο Ελληνας τιμονιέρης προσπαθούσε να σφηνώσει το επιστύλιο (οριζόντιο εξάρτημα του ιστού) σε κάποια θυρίδα πυροβόλου ώστε να δυσκολέψει την αποκόλληση του πυρπολικού από το εχθρικό πλήρωμα. Οι μισοί πυρπολητές έδεναν θηλιές σε όποιο εχθρικό πυροβόλο εξείχε και τοποθετούσαν γάντζους  (ιδανικά με αλυσίδα) στις οπές βολής. Άλλοι πετούσαν όσους πιο πολλούς γάντζους μπορούσαν στην κουπαστή ενώ ο χειριστής του ναυτικού πέλεκυ έκοβε τα σκοινιά από τις μπουκαπόρτες των πυροβόλων κατά μήκος της κουπαστής για να ακυρωθεί πιθανή προσπάθεια των Οθωμανών να βάλουν με σκάγια κατά των Ελλήνων ώστε να εμποδίσουν ή ακόμα και να αποτρέψουν τη διαδικασία πρόσδεσης. Αν αντίθετα οι Τούρκοι προλάβαιναν να σφράγισουν τις μπουκαπόρτες  για να αποτρέψουν την τοποθέτηση γάντζων,η λεπτή κόψη της λεπίδας, καθώς και η ακίδα του πέλεκυ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός για το άνοιγμά τους.

Πέλεκυς εφόδου που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί του 19ου αιώνα (ιδιωτική συλλογή).

Οι άλλοι μισοί πυρπολητές κάλυπταν όσους δούλευαν με βολές πιστολιών καθώς δεν προλάβαιναν να ξαναγεμίσουν τα «τρομπόνια». Όταν εχθρικός στόχος ήταν δίκροτο ή μεγαλύτερο πλοίο, η διαφορά του ύψους συνήθως εμπόδιζε την μάχη εκ του συστάδην. Αν όμως ο στόχος ήταν ελαφρό πλοίο όσοι πυρπολητές πολεμούσαν για να καλύψουν αυτούς που δούλευαν έπρεπε να στέκονταν κοντά τους και να αποκρούουν τα κατερχόμενα χτυπήματα των Οθωμανών θέτοντας τις δικές τους λεπίδες σε υψηλή θέση φύλαξης.

Η ταχύτητα των εργαζομένων στην πρόσδεση του πυρπολικού επί του στόχου ήταν καθοριστική γιατί ο εχθρός είχε σχεδόν πάντα αριθμητική υπεροχή. Μετά την επιτυχή πρόσδεση, οι πυρπολητές θα επιβιβάζονταν στη βάρκα διαφυγής (σκαμπαβία) και θα κατευθύνονταν σε ένα πλοίο επιφορτισμένο με την υποστήριξή τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Αιγαίο, διάσπαρτο με μικρά και μεγάλα νησιά και στενά που εμποδίζουν τους ελιγμούς ήταν η ιδανική τοποθεσία για αυτόν τον τύπο του πολέμου και έκανε τους ανεπαρκώς εκπαιδευμένους Οθωμανούς καπετάνιους εξαιρετικά νευρικούς και άτολμους.

Η πρώτη πετυχημένη πυρπόληση, της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Παπανικολή, στις 27 Μαΐου του 1821 στην Ερεσό. Πίνακας του Κωνσταντίνου Βολανάκη. Συλλογή Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος.

Κοινοποιήστε:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου