Θησεύς Νικόλαος από την Κύπρο. Δεν τον γνωρίζουμε. Όμως αυτός, που λάτρευε τον Όμηρο, δαπάνησε την περιουσία του το 1821 και, παλεύοντας πάντα για την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, περίμενε ματαίως την γαλλική βοήθεια...
Θησεύς ΝικόλαοςΑπό τον Στρόβολο. Δευτερότοκος αδερφός των Κυπριανού και Θεόφιλου Θησέως. Πριν την επανάσταση ζούσε στη Μασσαλία ασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου. Το 1811 μετάφρασε και εξέδωσε στη Φλωρεντία την «Ιλιάδα» σε 4 τόμους, καθώς και τη «Βατραχομυομαχία» από ιδιόχειρο του Θεόδωρου Γαζή.
Βοηθούσε οικονομικά πολλούς ομογενείς και ήταν μέλος της
Φιλικής Εταιρείας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση το εμπορικό του γραφείο στη Μασσαλία μετατράπηκε σε κρυφό κέντρο συλλογής χρημάτων, πολεμικών εφοδίων και στράτευσης εθελοντών για τον Αγώνα.Οι φιλέλληνες Γάλλοι ανώτεροι αξιωματικοί Ταρέλλας και Δάνιας που πολέμησαν και διακρίθηκαν στην Ήπειρο, καθώς και πολλοί άλλοι, στρατολογήθηκαν από τον ίδιο και μετάβηκαν στην Ελλάδα με δικά του έξοδα.
Σύντομα κατέβηκε και ο ίδιος στην Ελλάδα και υπηρέτησε
τον Αγώνα ως αρχηγός φιλελλήνων εθελοντών. Διετέλεσε ο πρώτος υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη. Επί κεφαλής σώματος
με πολλούς Κυπρίους έλαβε μέρος στις μάχες εναντίον του Μαχμούτ Πασά της Δράμας
το 1822. Διέπρεψε στην πολιορκία του Ναυπλίου, που μετά από κάποιες μικρές
αποτυχίες, πολλοί μαχητές εγκατέλειψαν τον Αγώνα και αυτός μαζί με τον Νικηταρά κατόρθωσαν να τους φέρουν πίσω
και να ανασυγκροτήσουν το στράτευμα.
Ξόδεψε όλη τη μεγάλη περιουσία που είχε για τον Αγώνα και γι΄ αυτόν έγραψε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Δαπανών εξ΄ ιδίων του πάντοτε δεν καταδέχθη να επιβαρύνη εις ουδεμίαν περίστασιν το Εθνικόν Ταμείον».
Επειδή ο Νικόλαος Θυσεύς ήταν έμπιστος των τότε Ελλήνων
ηγετών, έλαβε μέρος και σε διάφορες διπλωματικές αποστολές τόσο στην Ελλάδα όσο
και στο εξωτερικό.
Διακαής πόθος του Νικόλαου ήταν να ελευθερωθεί και η
ιδιαίτερη του πατρίδα, η Κύπρος. Τον ίδιο πόθο με τον Νικόλαο μοιράζονταν
φυσικά και άλλοι Κύπριοι που διέφυγαν στο εξωτερικό μετά τις σφαγές της 9ης
Ιουλίου. Έτσι, στις 6 Δεκεμβρίου 1821 υπογράφτηκε προκήρυξη με την οποία
εξουσιοδοτούσαν τον Νικόλαο Θησέα να ετοιμάσει στρατιωτική δύναμη για να
ελευθερώσει την Κύπρο (βλέπε υποκεφάλαιο «Η
πρώτη ενωτική προκήρυξη του κυπριακού λαού»).
Το όνομα του Νικόλαου Θησέα εμπλάκηκε και σε ένα άλλο
επαναστατικό σχέδιο το οποίο ενέκρινε η
Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος και το οποίο όμως για άγνωστους λόγους, τελικά
δεν πραγματοποιήθηκε.
Σύμφωνα με αυτό το παράτολμο σχέδιο ο Νικόλαος Θησεύς
μαζί με τους Χατζηστάθη Ρέζη και Αντώνιο Τζουνή θα μετέβαιναν κρυφά στον
Λίβανο όπου θα ξεσήκωναν τον εκεί πληθυσμό και θα τον βοηθούσαν να
επαναστατήσει εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κίνηση αυτή θα γινόταν
για αντιπερισπασμό, ο Νικόλαος όμως σίγουρα έβλεπε με αυτό τον τρόπο την
επανάσταση να πλησιάζει στην ιδιαίτερη του πατρίδα την Κύπρο και ευελπιστούσε
ότι σύντομα θα προεκτεινόταν μέχρι εκεί.
Ο Νικόλαος έγινε ακόμα πιο γνωστός με την «επανάσταση του
Θησέα» η οποία πήρε το όνομα του. Η
επανάσταση αυτή έγινε το 1833 στην Κύπρο με αφορμή κάποια φορολογικά μέτρα των
Τούρκων. Της επανάστασης στην οποία ας σημειωθεί συμμετείχαν και Τούρκοι
ηγήθηκε ο ίδιος ο Νικόλαος Θησεύς με στόχο την απελευθέρωση του νησιού. Ο ίδιος
τελικά σταμάτησε την επανάσταση όταν κατάλαβε ότι δεν οδηγούσε πουθενά παρά
μόνο στο αιματοκύλισμα του κυπριακού λαού.
Συγκεκριμένα την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ
απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με
δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με
επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη
Λάρνακα και τη Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη
συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο
Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Ελλάδα. Ένας από
αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που
κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε
βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για
ένα και πλέον μήνα, από τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Επί κεφαλής του πλήθους, ο Νικόλαος Θησέας βάδισε προς τα
προξενεία της Λάρνακας, ζητώντας από τις προξενικές αρχές την παρέμβασή τους
για την ακύρωση της φορολογίας. Από τον μητροπολίτη
Κιτίου Λεόντιο Β’, ζητήθηκε βοήθεια ώστε να επηρεάσει τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο, που είχε ταχθεί
με το μέρος του Τούρκου διοικητή όσον αφορά την πληρωμή των φόρων.
Πολλοί ιστορικοί της Τουρκοκρατίας πιστεύουν ότι ο σκοπός
των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της
τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας μέσω του προξένου της στη Λάρνακα,
Μποτού.
Μετά την επίτευξη του στόχου της ακύρωσης της φορολογίας,
ο Νικόλαος Θησέας, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και
περιμένοντας τον οπλισμό που του είχε υποσχεθεί ο Γάλλος πρόξενος, οδήγησε τις
τρεις χιλιάδες άοπλους άνδρες στο Σταυροβούνι, όπου παρέμειναν τον υπόλοιπο
Μάρτιο και Απρίλιο. Στο μεταξύ, η συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Σουλτάνου και του
Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, οδήγησε στην επιστροφή του τουρκικού στρατού στην
Κύπρο και στην ακύρωση της αποστολής των όπλων από το εξωτερικό. Οι εξελίξεις
αυτές ανάγκασαν τον Νικόλαο Θησέα να διαλύσει τις ομάδες του και να διαφύγει
στη Ρόδο με την προτροπή και βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μποτού. Το ίδιο συνέβη
και με τον Θεοφύλακτο, που κατέφυγε στην Παλαιστίνη και πρόσφερε τις υπηρεσίες
του στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο άλλος αδελφός, ο Κυπριανός, ήταν ήδη εγκατεστημένος
στη Σύρο. Και οι τρεις έχασαν την πολύ μεγάλη περιουσία τους στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόξενο Μποτού, δολοφονήθηκε, μάλλον
δηλητηριασμένος, λίγο μετά την αναχώρηση του Νικόλαου Θησέα. Είχε προσπαθήσει
να διαψεύσει τη γαλλική ανάμειξη στα γεγονότα και να αθωώσει στα μάτια των Τούρκων τη στάση των αδελφών
Θησέα στην εξέγερση, χωρίς φαίνεται να τα καταφέρει. Πολλοί Κύπριοι είχαν
παράπονα από τη Γαλλία και τον πρόξενό της, γιατί με την στάση τους, βρέθηκαν
εκτεθειμένοι στις αντεκδικήσεις των Τούρκων.
Ο Νικόλαος Θησέας αφού περιπλανήθηκε μέχρι το 1839,
επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε πρώτος πρόξενος της χώρας στη Βηρυτό.
Μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε στη Αθήνα. Με επιστολή που έστειλε στον
Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο το 1849, πρόσφερε δέκα υποτροφίες σε Κύπριους για να
σπουδάσουν με δικά του έξοδα στην Αθήνα. Πέθανε το 1854 από χολέρα. Πηγή: andreaskandreou.blogspot.com & Φωτογραφία:orthodoxtimes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου