Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

«Δεν είναι φασισμός. Αλλά πώς του μοιάζει!»


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
«Ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν είναι φασισμός. Αλλά πώς του μοιάζει!». Η περίφημη αυτή φράση του Ιταλού δημοσιογράφου και αντιφασίστα παρτιζάνου Τζιόρτζιο Μπόκκα στο βιβλίο του «Μουσσολίνι, ο σοσιαλφασίστας», αποκτά ανατριχιαστική επικαιρότητα καθώς παρακολουθούμε τον κ. Τσίπρα (με τον Πολάκη και τους άλλους) να μας περιγράφουν πώς θα είναι η «δεύτερη φορά» τους. Κι’ όσο ακούμε για «αρμούς», τόσο θυμόμαστε τα fasci του αρχέγονου φασισμού…
Γιατί σε αντίθεση με τον ναζισμό και τον σταλινισμό που διακρίθηκαν στο πεδίο της βαρβαρότητας, ο μουσολινισμός μπορούσε ευκολότερα να επαναληφθεί στα χρόνια που ακολούθησαν σε διάφορες παραλλαγές.
Υπάρχει μια χαρακτηριστική ιστορία από την εποχή της επικράτησης του φασισμού στην Ιταλία. Τον Ιανουάριο του 1923, ο
Μουσσολίνι, ο σοσιαλιστής που μεταλλάχθηκε σε φασίστα, λίγους μήνες αφότου έγινε πρωθυπουργός, περνάει από την επαρχία της Ρομάνια. Σπεύδουν να τον προϋπαντήσουν οι παλιοί του φίλοι και εκείνος τους απευθύνει το ερώτημα: «Φίλοι της Ρομάνια, πού είναι τώρα οι σοσιαλιστές; Πού είναι οι περιφρονητές της πατρίδας και της νίκης;». Απλώνεται σιωπή και ξαφνικά ακούγεται η φωνή ενός συντοπίτη του: «Δεν βλέπεις, Μπενίτο, πως είμαστε όλοι εδώ;», του φωνάζει στη ρομανιόλικη διάλεκτο.
Και ήταν πράγματι όλοι εκεί. Οι παλιοί του σύντροφοι από τα σοσιαλιστικά χρόνια, είχαν περάσει μαζικά στον φασισμό, ακολουθώντας τον Μουσσολίνι στην περιπέτεια του «μετασχηματισμού».
Η «κόκκινη» Εμίλια Ρομάνα έχει ήδη γίνει από το 1922 η «μαύρη Εμίλια» και ο νομάρχης της Μπολόνια είχε ήδη ενημερώσει πως «οι φασίστες έχουν σήμερα το βάρος και την ευθύνη της τεράστιας μάζας εκείνων που δουλεύουν χειρωνακτικά και που αποτελούσαν τον κορμό του σοσιαλιστικού στρατού»…
Μια ιστορική σύγχυση
Το βασικό πρόβλημα για την Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι ότι στην πραγματικότητα επικρατεί πλήρης άγνοια για το τι είναι πραγματικά ο φασισμός.

Παρά τις συνεχείς αναφορές στον φασισμό στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Έλληνες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν – και επομένως να αποτρέψουν δια της ψήφου τους – διάφορες φασιστικές συμπεριφορές.
Αυτό το έλλειμμα πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα γνώρισε συγχρόνως τον φασισμό και τον ναζισμό στη διάρκεια της Κατοχής. Με αποτέλεσμα, είτε να υπάρξει σύγχυση των δύο ολοκληρωτικών συστημάτων, είτε και να αντιμετωπιστεί ηπιότερα η «φασιστική γελοιότητα» έναντι της ναζιστικής αγριότητας.
Πολύ περισσότερο που στη συνείδηση των Ελλήνων κυριάρχησε η ναζιστική βαρβαρότητα, ενώ οι Ιταλοί με την έμφυτη συμπεριφορά τους και με τα όσα έπαθαν στο τέλος από τους πρώην συμμάχους τους, κατέληξαν να φαίνονται «συμπαθητικοί».
Με αποτέλεσμα να μην μελετήσουμε επαρκώς την εξέλιξη του φασισμού στην Ιταλία, η οποία υπήρξε το γνήσιο λίκνο του.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την άγνοια της Ιστορίας και την συστηματική προπαγάνδα άφησαν κατά καιρούς να περάσουν – ακόμη και να γίνουν αποδεκτές – δηλώσεις του τύπου «εισαγγελέας είναι ο λαός τον οποίο εμείς εκφράζουμε», «ή εμείς ή αυτοί», «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν», «οι αντίπαλοί μας ανήκουν στο περιθώριο της Ιστορίας», «δεν θα ξεμπερδέψετε εύκολα με την αριστερά», «τη δεύτερη φορά θα ελέγξουμε τους αρμούς της εξουσίας», «ο λαός αποφάσισε να δώσει μαζί μας τη μάχη», «είμαστε παιδιά του λαού και όχι των ελίτ και των καπιταλιστών», «εμείς στην κυβέρνηση και ο λαός στην εξουσία», «είμαστε με τους μη προνομιούχους», «εκπροσωπούμε την εργατική τάξη», «κάνουμε πολιτική με ταξικό πρόσημο», «έχουμε ταχθεί στην υπεράσπιση των αδυνάμων».
Στο όνομα όλων αυτών εδραίωσαν ιστορικά την εξουσία τους όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, τα ίδια έλεγε ο Μουσσολίνι, τα ίδια και ο περονισμός και όλες οι λατινοαμερικάνικες χούντες. Και όλοι έβαζαν και βάζουν στα ονόματα των κομμάτων τους κάτι σχετικό με την εργατική τάξη – Εργατικό Κόμμα, Κόμμα των Εργατών. Πρώτος διδάξας, ο Μουσσολίνι με τις συντεχνίες.
Με την διαρκή επίκληση του λαού, στο όνομα του οποίου μπορεί να γίνονται τα πάντα και με επαναλαμβανόμενα διχαστικά συνθήματα όπως τα παραπάνω, η διολίσθηση από την Δημοκρατία στην τυραννίδα εξελίσσεται μεθοδευμένα και χωρίς σπουδαίες αντιδράσεις.
Άλλωστε, το πολιτικό αριστούργημα του Μουσσολίνι ήταν ότι ανέτρεψε το παλιό κράτος και ύστερα το έθεσε πάλι ο ίδιος σε λειτουργία και εν μέρει το παλινόρθωσε. Όπως ειπώθηκε, «έκανε τον μετασχηματισμό όχι ένα μέσο για να διατηρήσει στη ζωή έναν κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά θεμέλιο ενός καθεστώτος».
Τι εστί ολοκληρωτισμός
Σήμερα, μιλάμε για επιστροφή του ολοκληρωτισμού. Αλλά τι είναι αυτός;
Ο Τζιόρτζιο Μπόκκα αναφέρει ότι είναι το σύστημα που επιδιώκει την εφαρμογή ολοκληρωτικών προγραμμάτων σε σύγχρονους καιρούς και με σύγχρονα μέσα, είναι ο ολοκληρωτικός έλεγχος της ζωής των πολιτών, είναι ένα σύστημα που βασίζεται σε μια ολοκληρωτική ιδεολογία, σε ένα και μοναδικό κόμμα με χαρισματικό αρχηγό, στο μονοπώλιο των επικοινωνιών, στη συγκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αν και συχνά διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν ένα βασικό κοινό σημείο: Η οργάνωση των μαζών για να οδηγηθούν και να βαδίσουν οπωσδήποτε μαζί με τον μόνιμο ακτιβισμό στις χωρίς τέλος επαναστάσεις.
Ο φασισμός, όμως, σε αντίθεση με τα άλλα αυταρχικά καθεστώτα που δεν αναγνωρίζουν θεσμοθετημένη εξουσία. Η φασιστική δικτατορία, έλεγε η Χάνα Άρεντ, «οργανώνεται μέσα στο πλαίσιο του κράτους».
Στον φασισμό, ο ηγέτης χρησιμοποιεί την εξουσία του για να διαιτητεύει ανάμεσα στις τάξεις και ανάμεσα στις ομάδες συμφερόντων. Ο όρος προέρχεται από την οργάνωση που ίδρυσε ο Μουσσολίνι τον Μάρτιο του 1919, την Fascio (από τα fasci, τις δέσμες ραβδιών, σύμβολο της τιμωρού εξουσίας στην Αρχαία Ρώμη).
Ο Ντούτσε στηρίχθηκε στις συντεχνίες, στα fasci, τις δέσμες, οργανωμένες δηλαδή ομάδες συμφερόντων, από τις οποίες θα αντλούσε δύναμη, μιλώντας με κάθε μια από αυτές, αλλά ποτέ με το οργανωμένο σύνολο πολιτών που συναποτελούν τον λαό.
Ο φασισμός άλλωστε αυτό επεδίωκε: Η κάθε δέσμη, η κάθε συντεχνία, να προβάλλει τα αιτήματά της, αλλά με τελικό σκοπό να γίνουν όλοι ένα, υπηρετώντας τον ηγέτη – με το προπαγανδιστικό επιχείρημα ότι πολλές ράβδοι μαζί δεν σπάνε.
Γι’ αυτό και στην Ιταλία, το 1926, μετά την κατάργηση του κοινοβουλίου, αυτό αντικαταστάθηκε από την Βουλή των Συντεχνιών. Εκεί, στις συντεχνίες, μπήκαν οι μελανοχίτωνες και πήραν τον έλεγχό τους.
Στο διάστημα μεταξύ του 1922 και του 1925 – και ενώ ακόμη υπήρχε κάποιου είδους κοινοβουλευτική λειτουργία – ο Μουσσολίνι προχώρησε στον εκφασισμό της «κοινωνίας» και του κράτους, ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία και αποδυναμώνοντας το κοινοβούλιο. Έως ότου το αντικατέστησε με το «Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού», από το οποίο περνούσαν όλα τα νομοσχέδια και στο κοινοβούλιο πήγαιναν για τυπική κύρωση.
Το Κράτος, το Ράιχ, το Κόμμα
Στον ναζισμό η έννοια του κράτους είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Υπάρχει ο Volk, ο λαός, που υπακούει τυφλά στον Φύρερ και σχηματίζονται πολλά «κράτη» - τα υπουργεία, τα Ες-Ες, το κόμμα. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός στηρίχθηκε στην προπαγάνδιση του Ράιχ, της αυτοκρατορίας. Και πάνω σ’ αυτό το Γ΄ Ράιχ στηρίχθηκε η επιστημονικά θεμελιωμένη βαρβαρότητα.
Στον σταλινισμό, πρώτα έρχεται η ηγετική ομάδα, μετά το κόμμα και τελευταίο το κράτος. Γι’ αυτό και αρχηγός κράτους δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο ο παντοδύναμος γραμματέας του κόμματος.
Έτσι, ο Χίτλερ και ο Στάλιν, σημειώνει ο Μπόκκα, ανέτρεψαν τα πάντα, αλλά ο Μουσσολίνι έδειχνε συνεχώς να αγωνιά για το τι θα δημιουργούσε αν κατέστρεφε όλα όσα βρήκε όταν έφθασε στην εξουσία.
«Την καθαρτική ειρωνεία αυτός δεν μπορεί να την καταλάβει», είχε πει ο Μουσσολίνι για τον Στάλιν, κάνοντας την αντιδιαστολή ανάμεσα στο να «καθαρίσεις» τους αντιπάλους σου με θεσμοθετημένους τρόπους, δηλαδή καταδικάζοντάς τους στα δικαστήρια και στο να προχωρήσεις σε κανονικές εκκαθαρίσεις, οδηγώντας τους αντιπάλους σου στην φυσική εξόντωση, όπως συνέβαινε επί ναζισμού και σταλινισμού.
Με λίγα λόγια, ο φασισμός είναι θεσμοθετημένος ολοκληρωτισμός. Χρησιμοποιεί το κράτος και τους θεσμούς του, ψηφίζει νόμους, κάνει την αυτοκριτική του, αναγνωρίζει τις ήττες του, λυπάται για τους «παλιούς συντρόφους» που έκαναν πίσω.
Στον φασισμό, μπορείς να επιβάλεις τον ολοκληρωτισμό χωρίς να απαρνηθείς τις βασικές έννοιες του Κράτους, της οικογένειας, της θρησκείας.
Γι’ αυτό και είναι ευκολότερη η διολίσθηση σ’ αυτόν – ενώ θα ήταν αδύνατον να επαναληφθούν τα φρικώδη φαινόμενα του ναζισμού και του σταλινισμού.
Εκκαθαρίσεις δια της «Κάθαρσης»
Καθώς παρακολουθούμε άναυδοι το θρίλερ της εξαφάνισης των κουκουλοφόρων μαρτύρων της σκευωρίας Νοβάρτις και τον απροκάλυπτο τρόπο με τον οποίο σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει μάχη για να μην βγουν οι κουκούλες από τους δήθεν προστατευόμενους μάρτυρες, διαπιστώνουμε ότι και σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε χρήση των θεσμών (όπως αυτός του προστατευόμενου μάρτυρα) για την εξυπηρέτηση ενός υπέρτατου σκοπού, που είναι η μουσολινική «καθαρτική» διαδικασία (και όχι η σταλινική εκκαθάριση).
Υπό αυτήν την έννοια, οι δέκα πολιτικοί των οποίων επιδιώχθηκε η εξόντωση, μπορούν να αισθάνονται και… τυχεροί! Ωστόσο, οι εκκαθαρίσεις επιδιώχθηκαν δια της προπαγάνδας της «Κάθαρσης».
Και καθώς παρακολουθούμε στον δημόσιο διάλογο να επαναλαμβάνονται συνεχώς τα περί «δεύτερης φοράς» και περί «προστασίας των θεσμών» και ότι δήθεν «ουδείς στο μέλλον θα τολμήσει να προχωρήσει σε αποκαλύψεις», στο νου έρχεται η γνωστή προπαγανδιστική τακτική των ολοκληρωτικών καθεστώτων που στηρίζεται στο σφυροκόπημα των επαναλήψεων.
Στον φασισμό, ο μαύρος και ο φωτεινός άνθρωπος εναλλάσσονται όπως το φως και το σκοτάδι.
Τα fasci, οι αρμοί και οι εκλογές
Και ο σκοτεινός λαοπλάνος, με εκείνη την έκφραση του ανθρώπου του μόνιμα ερεθισμένου, προβάλλει μπροστά μας, όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματά του ο Ιταλός πρωθυπουργός (1914) Αντόνιο Σαλάντρα, «ως αινιγματικό μίγμα ιδιοφυίας και χυδαιότητας, ειλικρίνειας, ευγενών αισθημάτων και χαμηλών ενστίκτων για αντίποινα και εκδίκηση, άδολης ευθύτητας και όχι καλά κρυμμένης αγυρτείας με πεισματικές διαβεβαιώσεις και αιφνίδιες μεταβολές, με πειστική και πολλές φορές συναρπαστική ευφράδεια που άλλοτε δείχνει καλλιέργεια και καλό γούστο και άλλοτε μια αλαζονική άγνοια που εκφράζεται σε μια γλώσσα χυδαία. Κανένα διαχωριστικό όριο ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό».
Υπάρχει καλύτερο πορτρέτο για τους αμοραλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα τρέχουν για προστασία στην Δικαιοσύνη, την οποία ο αρχηγός τους είχε αποκαλέσει «θεσμικό εμπόδιο»;
Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» είχε με ακρίβεια φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του τυράννου:
«Μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι περισσότεροι τύραννοι προήλθαν από τους δημαγωγούς, αφού κέρδισαν την εμπιστοσύνη του λαού, κατηγορώντας τους προνομιούχους».
Και αυτό ακριβώς κάνουν όλοι οι δικτάτορες σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα όταν ετοιμάζονται για την έφοδο στην εξουσία.
Τέλος, υπενθυμίζω ότι το καθεστώς του Μουσσολίνι δεν επιβλήθηκε μέσα σε μια νύχτα με ένα αιφνίδιο χτύπημα. Μετά την Πορεία προς τη Ρώμη (για πορεία προς τον λαό μας μιλάνε τώρα) έγιναν δυο φορές εκλογές πριν καταργηθεί το Κοινοβούλιο. Στις εκλογές του 1924, οι φασίστες κέρδισαν 403 έδρες και η αντιπολίτευση μόλις 106.
Δηλαδή, η υποστήριξη μεγάλων λαϊκών στρωμάτων έδωσε στον Μουσσολίνι τη δυνατότητα να αλυσοδέσει την Ιταλία σφίγγοντας λίγο-λίγο την αλυσίδα.
Συμπέρασμα: Από τα fasci ως τους «αρμούς» το μοντέλο του αρχέγονου φασισμού είναι τόσο ζωηρό, που κανείς δεν ξέρει με ποιες παραλλαγές θα μπορούσε να επαναληφθεί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου