Από: Αντιστράτηγο ε.α. Ιωάννη Κρασσά

«Η επινόηση προδοτών εκεί όπου δεν υπάρχουν, αποτελεί απλοϊκή προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων τα οποία είτε δεν κατανοούμε, είτε δεν θέλουμε να κατανοήσουμε. Αφού υπάρχουν προδότες αυτοί φταίνε για όλα». Απόσπασμα της αθωωτικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου(1675 /2010), για την καταδίκη των έξι.

Το Κίνημα

Την 6η Σεπτεμβρίου 1922, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν ηττημένοι την Μικρά Ασία. Την 11η Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε στην Χίο στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των Συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα[1], Στυλιανού Γονατά[2] και Αντιπλοίαρχου Δημητρίου Φωκά[3]. Την 13η Σεπτεμβρίου η «Επανάσταση» έφτασε στην Αθήνα και ανέλαβε την ευθύνη διακυβερνήσεως της χώρας. Οι κινηματίες υποχρέωσαν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ να εγκαταλείψει την Ελλάδα, ενώ ο πρωτότοκος υιός του Γεώργιος Β΄ τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Το νέο καθεστώς συνέλαβε τον πρωθυπουργό και μέλη της προηγούμενης κυβερνήσεως. Την 16η Σεπτεμβρίου 1922 η «Επαναστατική Επιτροπή» ανακοίνωσε ότι, η εθνοσυνέλευση που θα πρόκυπτε από τις επόμενες εκλογές θα αποφάσιζε για την παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη.

Αφίσα της εποχής με τους πρωτεργάτες της "Επανάστασης" του 1922.

Η Παραπομπή

Την 26η Σεπτεμβρίου, μετά από πιέσεις φανατικών βενιζελικών αξιωματικών, ο Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος διενήργησε ανάκριση, βάσει της οποίας παραπέμφθηκαν να δικασθούν από έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο οι: Δημήτριος Γούναρης[4], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Δικαιοσύνης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης[5], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Στράτος[6], πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εσωτερικών, Νικόλαος. Θεοτόκης[7], πρώην Υπουργός Στρατιωτικών, Γεώργιος Μπαλτατζής[8], πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Υποστράτηγος Ξενοφώντας Στρατηγός[9], πρώην Υπουργός Συγκοινωνιών, Υποναύαρχος Μιχαήλ Γούδας[10] πρώην Υπουργός των Τ.Τ.Τ (Ταχυδρομείων, Τηλέγραφων, Τηλεφωνικής Υπηρεσίας),και Αντιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης[11], τέως Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Η Εκτέλεση

Η δίκη διεξήχθη στο κτίριο της παλαιάς βουλής από 31 Οκτωβρίου έως 15 Νοεμβρίου 1922, του  Αντιστράτηγου Αλέξανδρου Οθωναίου προέδρευοντος του έκτακτου επαναστατικού στρατοδικείου. Το δικαστήριο έκρινε τους κατηγορούμενους ένοχους εσχάτης προδοσίας[12], ως εκ προθέσεως υπαίτιους της Μικρασιατικής καταστροφής και τους καταδίκασε στην ποινή του θανάτου, πλην του Στρατηγού και του Γούδα που τους επιβλήθηκε η ποινή των ισόβιων δεσμών. Την 15η Νοεμβρίου του 1922 στις 11:30 π.μ, στου Γουδή (στον χώρο μπροστά από τον Ιερό Ναό της «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» στο Δήμο Παπάγου-Χολαργού), οι έξι θανατοποινίτες εκτελέσθηκαν δια τυφεκισμού.

Ο Χώρος Εκτελέσεως, στο Δήμο Παπάγου Χολαργού.

Ο Άρειος Πάγος με την 1675 /2010, απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος[13], μετά από αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη[14] για επανάληψη της δίκης, ακύρωσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους κατηγορούμενους. Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπονάρ Λώ[15] χαρακτήρισε την εκτέλεση ως πράξη βαρβαρότητος και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα. Η δίκη και η εκτέλεση άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην νεότερη ιστορία μας. Από δικονομικής απόψεως αποτέλεσε μια φάρσα, η οποία κατέληξε σε μια εκ προμελέτης δολοφονία με θεσμική νομιμοποίηση. Θα ήταν λιγότερο επώδυνο το πλήγμα για τον νομικό μας πολιτισμό εάν τους εκτελούσαν άνευ δίκης. Η εκτέλεση αποτέλεσε τον τραγικό επίλογο της κεφαλαίου της ιστορίας μας, για την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας».

Από το Όνειρο της Ιωνίας

Όλα άρχισαν με την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919, 14 μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σέρβων. Δεν είχαμε καμία δέσμευση να το κάνουμε, αλλά αποφασίσθηκε κατόπιν απ’ ευθείας συνεννοήσεως του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Βενιζέλου με τον Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Λόϋντ Τζώρτζ[16], προκειμένου να αποτραπεί η κατάληψη της Σμύρνης από τους Ιταλούς[17]. Εκείνη την περίοδο φαινόνταν σαν η χρυσή ευκαιρία μας που δεν έπρεπε να την αφήσουμε να χαθεί. Η άρνηση του Κεμάλ να αποδεχθεί την "Συνθήκη των Σεβρών(Ιούλιος 1920)", ανέδειξαν το μέγεθος του προβλήματος. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάδα μπορούσε να την επιβάλλει και έπεισε τον Ελληνικό λαό ότι το όνειρο μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Η μικρασιατική εκστρατεία αποδείχθηκε ότι ήταν ένα επιχείρημα πέρα των δυνατοτήτων της χώρας μας και του στρατού μας. Η τουρκική ενδοχώρα «κατάπιε» τον ελληνικό στρατό, με τον ίδιο τρόπο που η απεραντοσύνη της Ρωσίας αποδεκάτισε τη στρατιά του Ναπολέοντος και τις μεραρχίες του Χίτλερ. Δύο ξεχωριστές στρατιωτικές προσωπικότητες, ο Αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Ιωάννης Μεταξάς ως Αρχηγός του Επιτελείου και ο Γάλλος Στρατάρχης Φερνινάντ Φος, του επεσήμαναν ότι η χώρα ήταν πολύ δυσανάλογα μεγάλη για το μέγεθος των Ελληνικού Στρατού[18]. Οι γεωγραφικοί περιορισμοί δεν σταμάτησαν το Βενιζέλο να επιχειρήσει την υλοποίηση επί του εδάφους αυτό που κέρδισε στα χαρτιά. Στο τέλος Αυγούστου 1920, ο Αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, υπέβαλλε αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο στην οποία πρότεινε: «Την ανάληψη μιας εκστρατείας προς ανατολάς, προκειμένου να συντριβεί το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα και να εφαρμοσθεί η συνθήκη[19]». Την 1η Νοε 1920, το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν.

Στον Εφιάλτη της Καταστροφής

Οι κυβερνήσεις που ανάλαβαν μετά τις εκλογές, υιοθέτησαν την πρόταση του Παρασκευόπουλου. Ο Ελληνικός Στρατός αφού διέσχισε την Αλμυρά έρημο αποκρούσθηκε 60 χιλιόμετρα δυτικά της Άγκυρας, χωρίς να επιτύχει την διάλυση των τουρκικών δυνάμεων. Η αλήθεια είναι ότι ο Ιωάννης Μεταξάς τους είχε προειδοποιήσει για το ατελέσφορο του επιχειρήματος, αποποιούμενος την πρόταση να αναλάβει την Διοίκηση της Στρατιάς[20]. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας, αντελήφθησαν ότι δεν μπορούσαν να επιβάλλουν την εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών με την δύναμη των όπλων. Οι ευθύνες τους έγκειται στο ότι:

  1. Δεν είχαν το σθένος να αποσύρουν τον Ελληνικό Στρατό από την Μικρά Ασία.
  2. Δεν ανέλαβαν την ευθύνη να προσγειώσουν έναν λαό στην σκληρή πραγματικότητα, ή να παραιτηθούν.
  3. Εκτίμησαν λανθασμένα τόσο την μαχητική ισχύ του κεμαλικού στρατού, όσο και το μέγεθος της πτώσεως του ηθικού του στρατού μας κατά το 1922( εννέα στους δέκα δεν επέστρεφαν μετά από άδεια στο μέτωπο, επιλέγοντας να κηρυχθούν λιποτάκτες).

Είχε χυθεί πολύ αίμα από το 1912, όταν ξεκίνησε η «μεγάλη εξόρμηση», για να ανακοινώσουν ότι το όνειρο δεν μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά. Εκ των υστέρων κρίνοντες ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψει ο στρατός την Μικρά Ασία όχι εν διαλύσει, αλλά υπό ομαλές συνθήκες και να υπάρξει μια συμφωνημένη αποχώρηση του πληθυσμού. Εάν συνέβαινε αυτό θα κατηγορούντο πάλι για προδοσία, γιατί εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία άνευ μάχης. Οι εκτελεσθέντες υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύματα για την κατάρρευση της πολιτικής της μεγάλης ιδέας, προδότες όμως δεν υπήρξαν. Το παραδέχτηκαν εκ των υστέρων όλοι οι πρωταγωνιστές της θλιβερής αυτής υποθέσεως, πλην του Οθωναίου.

Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα

Η εκτέλεση των έξι, ο οποίοι αποτελούσαν την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος προσέδωσε στην κομματική αντιπαράθεση μορφή πολεμικής αναμετρήσεως, χωρίς σεβασμό στο δημοκρατικό πολιτισμό. Η κληρονομιά της είναι το κλίμα πολιτικού φανατισμού, δημαγωγίας, αμετροέπειας και άνευ ορίων λαϊκισμού που περιγράφεται επιτυχώς στην φράση, «Ή αυτοί, ή εμείς».

Η έκβαση του πολέμου επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις, η διεξαγωγή του όμως υπόκειται σε νόμους και κανόνες, οι οποίοι δεν προσαρμόζονται στις επιθυμίες των πολιτικών. Ο πόλεμος από την φύση του έχει μία αυτοτέλεια η οποία όταν αγνοείται, το τίμημά της είναι η ήττα.

Έναν ποσοστό των Ελλήνων δεν διαθέτει τις γνώσεις ή τις διανοητικές ικανότητες για την κατανόηση τα όρια των δυνατοτήτων μας ως έθνους αλλά και του διεθνούς περιβάλλοντος και των παραγόντων που το επηρεάζουν. Άλλοι δεν έχουν γενναιότητα να αποδεχθούν ότι έσφαλαν στις εκτιμήσεις τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας με τις ίδιες τραγικές συνέπειες.

Σαν λαός διαθέτουμε ένα ιδιαίτερο ψυχισμό που μας οδηγεί να αρνούμεθα το γεγονός και να αποδεχόμαστε το υπερβατικό. Υπάρχει μια πεποίθηση σε πολλούς, ότι τα πάντα είναι προαποφασισμένα και ελέγχονται από πανίσχυρα σκοτεινά κέντρα εξουσιών.

Ο τρόπος αντιμετωπίσεως των απειλών κατά της ελευθερίας και της εθνικής μας κυριαρχίας πρέπει να αποφασίζεται κατόπιν διαβουλεύσεως όλων των πολιτικών δυνάμεων και αφού υιοθετηθεί να τυγχάνει της άνευ ορίων υποστηρίξεως όλων, ακόμη και των διαφωνούντων.

 

Αντιστράτηγος ε.α. Ιωάννης Κρασσάς

Νοεμβριος 2022

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

«Η Ελλάς εν Μικρά Ασία», Ξενοφώντος Στρατηγού, Εκδοτικός Οίκος Δαμιανός, Αθήνα 1925.

«Η Ελλάς μεταξύ δύο Πολέμων»,τόμος 1ος, Γρηγορίου Δαφνή, Αθήνα 1954.

«Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν», ΓΕΣ, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1962.

«Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Σπύρου Β. Μαρκεζίνη, ΠΑΠΥΡΟΣ ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε, Αθήνα 1966.

«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε. Αθήνα 1977

«Μεταξάς το Προσωπικό του Ημερολόγιο», Επιμέλεια Χρήστος Χρηστίδης, Εκδόσεις Γκοβοστή, Αθήνα 1995.

«Το Όραμα της Ιωνίας», Michel Llewellyn Smith, Αθήνα 2004, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004.

«Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1919-1920», Heinz Richter, Εκδόσεις Γκοβοστή, Αθήνα 2020.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Αντιστράτηγός Νικόλαος Πλαστήρας (Μορφοβούνι Καρδίτσας 1883-Αθήνα 1953) Διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδος (3 Ιαν.-8 Απρ. 1945, 15 Απρ.-21 Αυγ. 1950, 27 Οκτ. 1951-11 Οκτ. 1952). Το 1903 κατετάγη στον στρατό και το 1907 έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα. Το 1909 συμμετείχε στο κίνημα στου Γουδή. Το 1912 ονομάσθηκε Ανθυπολοχαγός. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13). Το 1916, συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη. Το Μάιο του 1917 πολέμησε στην μάχη του Σκρά ντι Λέγκεν (Μάΐος 1917) με τον βαθμό του ταγματάρχη, ως Διοικητής του ΙΙΙ τάγματος του 6ου Συντάγματος Αρχιπελάγους. Το 1919 ο Αντισυνταγματάρχης Πλαστήρας αποστάλθηκε στην Ουκρανία ως Διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων της 13ης Μεραρχίας, το οποίο διοίκησε αδιαλείπτως μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922. Ο Πλαστήρας υπήρξε γνήσιο τέκνο των στρατιωτικών κινημάτων του 1909, 1916, 1922, 1933 και 1935, τα οποία έγιναν όλα στο όνομα της Δημοκρατίας, αλλά επί της ουσίας για την κατάληψη της εξουσίας. Άγγιξε το συναίσθημα του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα των προσφύγων, στην συνείδηση του οποίου έχει μείνει ως «ο Μαύρος Καβαλάρης». Το προσωνύμιο αυτό είχε δοθεί στον Αντισυνταγματάρχη(ΠΖ) Ιωάννη Βελισαρίου, τον ήρωα της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων, που σκοτώθηκε στην μάχη της Κρέσνας την 13η Ιούλιου 1913, κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. 

[2] Ο Αντιστράτηγός Στυλιανός Γονατάς(Πάτρα 1876-Αθηνα 1966), αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων το 1897, με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού. Έλαβε μέρος σ’ όλους τους πολέμους από το 1897 έως το 1922. Αποστρατεύθηκε το 1924 με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Την 15η Νοεμβρίου 1922, ανέλαβε Πρωθυπουργός μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως Σωτηρίου Κροκιδά, ο οποίος δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη για την εκτέλεση των έξι. Ο Γονατάς συνέταξε σχέδιο Επαναστατικής Πράξεως Χάριτος για τους έξι, πλην όμως αρνήθηκε το υπογράψει ο Πλαστήρας (από την απολογία του Γονατά στο στρατοδικείο, για την συμμετοχή του στο κίνημα του 1935). Στην συνέχεια έως το 1955 συμμετείχε ενεργά στη πολιτική ζωή της χώρας. Εξέδωσε τα απομνημονεύματα του, για την περίοδο από το 1987-1957, τα οποία αποτελούν αποτελεί πηγή πολύτιμων πληροφοριών.

[3] Ο Αντιναύαρχος Δημήτριος Φωκάς (1886-1966), εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία το 1905, αποφοίτησε με τον βαθμό του Σημαιοφόρου. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1922 συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Ναυτικού, στην επαναστατική επιτροπή που οργάνωσε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Αποσύρθηκε όμως λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν συνειδητοποίησε την επικράτηση αδιάλλακτων στοιχείων.

[4] Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα 1867-Γουδή 1922), υπήρξε πολιτικός και ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων (το πρώτο οργανωμένο κόμμα της ελληνικής δεξιάς το οποίο το 1920 μετονομάστηκε σε Λαϊκό κόμμα) και διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδος. Το 1917 μετά την επικράτηση του Βενιζέλου και την εκθρόνιση του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, εξορίσθηκε στην Κορσική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1920 για να συμμετάσχει ως αρχηγός της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως στις εκλογές του Νοεμβρίου τις οποίες κέρδισε. Αποφάσισε την συνέχιση της «Μικρασιατικής πολιτικής του Βενιζέλου και την εφαρμογή της Συνθήκης των Σέρβων», η οποία κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή. Κατά την διάρκεια της δίκης ασθένησε από τυφοειδή πυρετό και διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γράψει απολογητικό υπόμνημα 70 σελίδων, διακατεχόμενος υπό υψηλού πυρετού. Ανιψιός του ήταν ο μετέπειτα πολιτικός και πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

[5] Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης(Νάξος 1859-Γουδή 1922) διετέλεσε υπουργός οικονομικών και επισιτισμού και αργότερα πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Γούναρη. Αρχικά εργάσθηκε ως μηχανικός. Στην συνέχεια τοποθετήθηκε καθηγητής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Υπήρξε συνιδρυτής και ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τέλους. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας Πρωτοπαπαδάκη είναι από το Ασκύφου Σφακίων Κρήτης. Ο Πρωτοπαπαδάκης συνέλαβε και εφήρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα, προκειμένου να προβεί σε εσωτερικό δανεισμό, απολύτως αναγκαίο για την χρηματοδότηση του πολέμου. Η αριστερή πλευρά χρησιμοποιούταν ως νόμισμα στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος (π.χ. το τεμάχιο του εκατονταδράχμου άξιζε πλέον πενήντα δραχμές). Η δεξιά πλευρά του χαρτονομίσματος ανταλλασσόταν με έντοκη ομολογία στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος.

[6] Ο Νικόλαος Στράτος (Λουτρό Αιτωλοακαρνανίας-Γουδή 1922) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος το 1922 για έξι ημέρες. Το 1909 χρημάτισε Υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη και το 1912, Υπουργός Ναυτικών στην Κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1914 μεταπήδησε στους Αντιβενιζελικούς και ανέλαβε εκ νέου το Υπουργείο Ναυτικών στην κυβέρνηση Γούναρη. Υποστήριξε την πολιτική ουδετερότητος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1916 ίδρυσε το ‘Εθνικό Συντηρητικό Κόμμα».

[7] Ο Νικόλαος Θεοτόκης (Κέρκυρα 1878-Γουδή 1922)το 1999 εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου των Εξωτερικών. Το 1917, μετά την επικράτηση του Βενιζέλου ακολούθησε το Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, στην Ελβετία. Το 1920 επέστρεψε στην Ελλάδα και συμμετείχε με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές Νοεμβρίου. Το 1921 χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης και ακολούθως Υπουργός Ναυτικών και Στρατιωτικών μέχρι τον Αύγουστο του 1922.

[8] Ο Γεώργιος Μπαλτατζής (Σμύρνη 1868-Γουδή 1922), το 1902 εξελέγη βουλευτής Αλμυρού με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη και ομοίως το 1905 και 1906. Το 1908 χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη. Μετά τη προσάρτηση των λεγομένων Νέων Χωρών πολιτεύθηκε στη Δράμα όπου και εκλέχθηκε βουλευτής στη περίοδο 1915 και μετά. Το 1915 ανέλαβε υπουργός συγκοινωνιών και το 1921 Υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη. Έλαβε μέρος στις διασκέψεις των Παρισίων και του Λονδίνου μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη. Το 1922 χρημάτισε πάλι υπουργός εξωτερικών στη κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη.

[9] Ο Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός(Κέρκυρα 1869-Ελβετία 1927). Κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και σπούδασε στην πολεμική ακαδημία του Βερολίνου με τους Ιωάννη Μεταξά και Ιπποκράτη Παπαβασιλείου. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, ανέλαβε την θέση του Υπαρχηγού στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποστράτηγου. Το 1917 αποστρατεύθηκε και επαναφέρθηκε το 1920 και ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείο συγκοινωνιών. Συνέγραψε το βιβλίο, "Η Ελλάς εν Μικρά Ασία".

 

[10] Ο Υποναύαρχος Μιχαήλ Γούδας(1868-1931), κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό και προήχθη μέχρι του βαθμού του Υποναυάρχου. Στην συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική εκλεχθείς βουλευτής Δράμας και Ιωαννίνων.

[11] Ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης ή Χατζηανέστης(Αθήνα 1863-Γουδή 1922), το 1884 αποφοίτησε από την ΣΣΕ ως Ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Συμμετείχε στο πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1915 παραιτήθηκε και μετέβη στην Ελβετία. Το 1921 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τον Απρίλιο του 1922 ανέλαβε Διοικητής της Στρατιάς Θράκης και τον Μάιο του 1922 ανέλαβε Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, προταθείς από τον προκάτοχό του Αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή. Υπήρξε υπέρμαχος της σύμπτυξης του μετώπου σε μικρότερο μήκος θεωρώντας σημαντικό μειονέκτημα την πολύ εκτεταμένη διάταξη του στρατεύματος. Μετά την εγκατάστασή του στη Σμύρνη διέταξε την εκπόνηση σχετικού σχεδίου, το οποίο ολοκληρώθηκε στις αρχές Αυγούστου δίχως, όμως, να εφαρμοστεί λόγω της τουρκικής επιθέσεως.

[12] Απόσπασμα της αποφάσεως:«Ὅτι ἀπό κοινοῦ συμφέροντος κινούμενοι…συνώμοσαν και συναποφάσισαν περί πράξεως ἐσχάτης προδοσίας .. διότι ἐκουσίως καὶ ἐκ προθέσεως ὑποστήριξαν  τὴν εἰσβολήν ξένων στρατευμάτων, ἥτοι τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικιστικοῦ στρατοῦ, εἰς τὴν ἐπικράτειαν τοῦ Βασιλείου, τουτέστιν εἰς τὴν ὑπό τῆς Ἑλλάδος καταχομένην καὶ διά τῆς Συνθήκης τῶν Σέρβων κατακεκυρωμένην χώραν τῆς Μικράς Ἀσίας, παραδόσαντες ἅμα εἰς τὸν ἐχθρόν  πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος τοῦ στρατοῦ καὶ μεγίστης ἀξίας ὑλικόν πολέμου…».

[13] «…Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, με την από 20.1.2008 αίτησή του, ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτή, την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την από 15.11.1922, χωρίς γνωστό αριθμό, αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν καταδικασθεί ο παππούς του Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και οι Γεώργιος Χατζηανέστης, Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Μπαλτατζής και Νικόλαος Θεοτόκης στην ποινή του θανάτου, η οποία και εκτελέσθηκε, και οι Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1533/2009 απόφαση, σε Συμβούλιο, του παρόντος Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφίαν, ότι, από τα νέα και μη γνωστά στους Δικαστές που είχαν καταδικάσει τους ανωτέρω στοιχεία, καθίστατο φανερό ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν»...

[14] Ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης (Αθήνα 1933) είναι εγγονός του εκτελεσθέντος πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Την περίοδο 1977-1980 διετέλεσε υφυπουργός βιομηχανίας και ενέργειας στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το 1981εξελέγη ευρωβουλευτής με το κόμμα της  Νέας Δημοκρατίας.

[15] Ο Άντριου Μπόναρ Λω (1858-1923) διετέλεσε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από τον Οκτ του 1922 έως τον Μάιο του 1923.

[16] Λόϋντ Τζώρτζ Ντέιβιντ (1863-1945) φιλελεύθερος πολιτικός από την Ουαλία, πρωτεργάτης της βρετανικής πολιτικής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διετέλεσε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1916 έως το 1922. Ένας εκ των τριών μεγάλων στις διαπραγματεύσεις ειρήνης στο Παρίσι. Υπερασπίσθηκε με πάθος τα δίκαια της Ελλάδος, γεγονός που του στοίχισε τις εκλογές του 1922. 

[17] Το μεσημέρι της 23ης Απριλίου 1919 ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Λόϋντ Τζωρτζ, με τον οποίο διημείφθη ο παρακάτω διάλογος:

Λόϋντ Τζωρτζ: Ἔχετε διαθέσιμον στρατόν;

Ε. Βενιζέλος: Ἔχομεν. Περί τίνος πρόκειται;

Λόϋντ Τζωρτζ: Ἀπεφασίσαμεν σήμερον μετά τοῦ Προέδρου Ουίλσωνος καὶ τοῦ κυρίου Κλεμανσώ, ὅτι δέον νὰ καταλάβετε την Σμύρνην.

Ε. Βενιζέλος: Εἴμεθα ἕτοιμοι.

[18] Ο Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, ως αρχηγός του Επιτελείου υπέβαλλε δύο υπομνήματα στον Βενιζέλο για το ενδεχόμενο εκστρατείας στην Μικρά Ασία, το ένα τον Μάρτιο του 1914 και το άλλο τον Ιανουάριο 1915. Στο πρώτο επικεντρώθηκε κυρίως στο στρατιωτικό σκέλος της επιχειρήσεως, ενώ στο δεύτερο στην επίδραση του εδάφους. Ο Μεταξάς δεν απέκλειε το επιχείρημα, αλλά οι προϋποθέσεις που έθετε για την πραγματοποίησή του ήταν  πρακτικά μη εφαρμόσιμες.

Την 30η Μαρτίου 1919, ο Στρατάρχης Φερδινάνδος Φος(1851-1929) εκ των πρωταγωνιστών της νίκης των συμμάχων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως πρόεδρος των στρατιωτικών επιτροπών της Διασκέψεως Ειρήνης των Παρισίων, υπέβαλλε υπόμνημα στον Βενιζέλο, στο οποίο κατέληγε ότι «Απαιτούνται τουλάχιστο 27 Μεραρχίες, δια την επιβολή δια της βίας της Συνθήκης των Σεβρών στον Κεμάλ».

[19] Ο Αντιστράτηγος  Λεωνίδας Παρασκευόπουλος (Κύθνος 1860-Αθήνα 1936) Αποφοίτησε από την ΣΣΕ το 1881 ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας συμμετείχε σε όλους τους πολέμους από το 1897 έως το 1922. Διετέλεσε Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας από 15 Φεβ έως 19 Νοε 1920, οπότε και παραιτήθηκε μετά την απομάκρυνση του Βενιζέλου από την εξουσία.

Τον Αύγουστο του 1922 σε αναφορά του προς τον Βενιζέλο πρότεινε, σε πρώτη φάση την κατάληψη της γραμμής, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ και σε δεύτερη προέλαση προς την Άγκυρα και ίσως έως το Ικόνιο. Η κατοχή αυτών των σημαντικών σιδηροδρομικών κόμβων, θα εξανάγκαζαν τον Κεμάλ είτε να αναγνωρίσει την συνθήκη, είτε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Θεωρούσε επαρκείς τις δυνάμεις τους και ότι θα κατελάμβανε εντός 10ημέρου τους αντικειμενικούς σκοπούς που έθεσε.

[20] Την 26η Μαρτίου 1921, ο Γούναρης ανέλαβε πρωθυπουργός και αποφάσισε να ενεργήσει ταχύτητα, διότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την Ελλάδα. Είχε αρχίσει να δυσπιστεί για την ικανότητα του Παπούλα να φέρει σε πέρας την εκστρατεία. Πίστευε ότι ο απόστρατος Υποστράτηγος Ιωάννης Μεταξάς ήταν ο πλέον κατάλληλος να ηγηθεί της Ελληνικής Στρατιάς. Σε δύο συναντήσεις την 25η και 29η Μαρτίου 1921, ο Γούναρης προσπάθησε να πείσει τον Μεταξά να αναλάβει την αρχηγία της Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Ο Μεταξάς απέρριψε την πρόταση, με το σκεπτικό ότι: «Ἀποδεχόμενος τὴν άρχιστρατηγίαν, χωρίς φυσικά νὰ ἐκθέσω δημοσία τὴν ἀπιθανότητα τῆς ἐπιτυχίας, δίδω εἰς τὸ Ἔθνος ἐλπίδας τὰς ὁποίας δὲν συμμερίζομαι, δηλαδή τὸ ἐξαπατῶ». Παρόντες στη συνάντηση ήσαν οι Υπουργοί Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, των Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και ο Υποστράτηγος Αθανάσιος Εξαδάκτυλος.

ΤΕΛΟΣ