Η Φαιβρωνία Κάγκα (Φούλη Γεωργαλά) με είχε τιμήσει με τη μαρτυρία της το 2007. Πως ως 14χρονο κορίτσι την πήραν από τους γονείς της, την εκπαίδευσή της στα όπλα, σημαδεύοντας ένα πρόβατο που έτρεχε(!), και την φριχτή δολοφονία αιχμαλώτων στρατιωτών του Ελληνικού Στρατού που ανάγκασαν τα παιδιά να παρακολουθήσουν, για «να δουν πως τιμωρούνται οι μοναρχο-φασίστες και για «ψυχική σκληραγωγία»»!!
ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ! ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΑΦΡΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΚΕΠΑΣΕ!
«Λέγομαι Φαιβρωνία Κάγκα. Αυτό είναι το πατρικό μου όνομα. Είχα γεννηθεί στο μικρό χωριό Βήσσανη Πωγωνίου, στη Μουργκάνα, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, και κεί ζούσα το 1948 με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου. Μέχρι την ημέρα που ήρθαν οι συμμορίτες και με αρπάξανε από το σπίτι μας. [...] Μας μάζεψαν όλα τα παιδιά από το χωριό μας και μας πήγαιναν όπως τα πρόβατα» ... «Μας πήγαν στο διπλανό χωριό, στο Τσαμαντά, και μας κοίμησαν σε ένα σπίτι. Έδιωξαν τους ιδιοκτήτες και επίταξαν το σπίτι οι αντάρτες γιά να κοιμηθούμε εμείς τα παιδιά».
-«Είσαστε πολλά παιδιά στην ομάδα σας, που σας πήραν; Είκοσι, τριάντα; Πόσα; Θυμάσαι;»
-Πολλά, πολλά, παιδιά! Δεν είμαστε μόνο από τη Βύσσανη. Είχαν πάρει και από άλλα χωριά.
Όταν τα παιδιά γίναμε παρά πολλά, μας βάλανε να κοιμόμαστε σε κάτι στρατώνες.
Εκεί, άρχισαν να μας εκπαιδεύουν εμάς τα μεγαλύτερα παιδιά, να γίνουμε αντάρτες, μαχητές μαζί τους. Μας μάθαιναν σκοποβολή και τέτοια πράγματα.
Πως να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα όπλα, να πολεμάμε.
Μας πήγαιναν και σε ένα ύψωμα, μιά πλαγιά, και κάτω χαμηλότερα (στην πλαγιά) είχαν δέσει από ένα δένδρο μιά προβατίνα με μεγάλο σχοινί, ώστε να μπορεί να τρέχει γύρω-γύρω.
Εμείς τα παιδιά, γιά να εκπαιδευτούμε στη σκοποβολή, ρίχναμε γιά να πετύχουμε την προβατίνα που έτρεχε σαν τρελή από τις ντουφεκιές.
Φυσικά κανείς δεν πετύχαινε την προβατίνα.
Εμείς ρίχναμε όπου-όπου.
Κανείς δεν ήθελε να σκοτώσει την προβατίνα, ακόμη κι αν μπορούσε.
Κλείναμε τα μάτια μας και πατούσαμε τη σκανδάλη.
Ο καπετάνιος τους, ο Υψηλάντης*, ήταν εκεί όταν μας μάθαιναν σκοποβολή. Είχε ένα άσπρο άλογο και έκανε τον πολύ σπουδαίο.
Μετά από το Τσαμαντά, μετά κάποιες ημέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα, μας πήγαν και μας συγκέντρωσαν όλα τα παιδιά στο χωριό Λιά. Είναι το χωριό της Ελένης, της μάννας του Γκατζογιάννη, που έγραψε το γνωστό βιβλίο.
Όσο μας είχαν εκεί, πριν μας οδηγήσουν μέσα από τα βουνά στην Αλβανία, συνέβη και ένα πολύ τρομερό γεγονός που μας έβαλαν οι αντάρτες να το παρακολουθήσουμε.
Εκεί, οι αντάρτες είχαν αιχμαλώτους στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού. Παιδαρέλια. Η κομματική επιτροπή του ΚΚΕ, κάτι πραγματικοί κατσαπλιάδες, κάτι ρακένδυτοι, πρωτόγονοι άνθρωποι, είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν αυτά τα παιδιά, τους Έλληνες στρατιώτες.
Τους έγδυσαν, και τους φόρεσαν επάνω τους κάτι λευκά σεντόνια, όλων αυτών των νεαρών στρατιωτών, και τους πήγαν σε ένα χωράφι εκεί να τους σκοτώσουν. Τότε, πήραν και εμάς τα παιδιά που είχαν μαζέψει από τα χωριά, να παρακολουθούμε τις εκτελέσεις γιά να σκληρύνουμε και να γίνουμε φανατικοί αγωνιστές σαν και αυτούς!
- «Εννοείτε έσας τα παιδιά, που είχαν πάρει με τη βία από τα σπίτια σος, έβαλαν να παρακολουθείτε τις εκτελέσεις των Ελλήνων στρατιωτών;»
- Ναί, ακριβώς! Γιά να δούμε πως τιμωρούνται οι φασίστες από τους αγωνιστές του λαού!
Καταλαβαίνετε τι ανατριχιαστικά πράγματα ήταν αυτά που ζήσαμε τότε.
Ήταν κάτι πολύ τραγικό.
- «Ήταν πολλοί στρατιώτες; Θυμάστε;»
- Ήταν κάμποσοι. Δεν μπορώ να πω πόσοι.
Εγώ έχω αυτήν την εικόνα των παιδιών με τα λευκά σεντόνια να φορούν πριν τους εκτελέσουν.
Ήταν παιδιά ακόμη. Παιδιά, νεαροί, τους θυμάμαι.
- «Πως φέρονταν οι στρατιώτες, θυμάστε; Αντιδρούσαν; Καταλάβαιναν ότι τους πήγαιναν γιά εκτέλεση;»
- Πιστεύω ότι οι στρατιώτες καταλάβαιναν που τους πήγαιναν.
Όταν τους έγδυναν, και τους βάζανε πάνω τους τα λευκά σεντόνια, που ανεμίζανε στο δρόμο που τους πήγαιναν με τα χέρια δεμένα πίσω, θα γνώριζαν ότι τους πήγαιναν γιά εκτέλεση.
Δεν ξέρω βέβαια τι τους είχαν πει.
Πάντως δεν θυμάμαι να φώναζαν, να παραπονούνταν. Όχι.
Πήγαιναν ήρεμα και εκεί που στάθηκαν στη γραμμή, πριν τους πυροβολήσουν.
Δεν θυμάμαι και πολύ καλά τι έγινε τότε, γιατί εγώ είχα κλείσει τα μάτια μου από τον τρόμο. Όπως και τα πιό πολλά παιδιά. Είχαμε τρομοκρατηθεί. Αυτό είναι βέβαιο.
(σ.σ. Την ίδια εποχή που βρισκόταν η Φαιβρωνία στη Μουργκάνα, έγινε μιά αποτυχημένη επιχείρηση του Στρατού στη Μουργκάνα η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΣ κατέληξε σε 596 αξιωματικούς και οπλίτες νεκρούς και τραυματίες, και 174 αγνοούμενους άνδρες τού 611 Τάγματος Πεζικού. Οι αγνοούμενοι είχαν αιχμαλωτιστεί.
Από αυτούς τους αιχμαλωτισθέντες, οι 4 αξιωματικοί δολοφονήθηκαν αμέσως στον Τσαμαντά. Μερικοί αιχμάλωτοι προσχώρησαν με τη θέλησή τους στους αντάρτες και αρκετοί ακόμη «προσχώρησαν» για να γλυτώσουν τη ζωή τους.
Τους υπόλοιπους τους είχαν πεί ότι θα τους αφήσουν να φύγουν γυμνοί αν υποσχεθούν ότι δεν θα επανέλθουν στον Ελληνικό Στρατό.
Όμως η μοίρα των στρατιωτών ήταν άγνωστη μέχρι το 1971. Τότε, σε μιά πλαγιά, κοντά στον Τσαμαντά, ένας βοσκός βρήκε κοντά σ’ έναν ασβεστόλακο έναν ανθρώπινο σκελετό. Ο Στρατός που πήγε απεκάλυψε 120 σκελετούς, ο καθένας με μια σφαίρα στο κρανίο και τα οστά των χεριών δεμένα πίσω με καλώδιο…»
(Γι αυτό μιά καλή πηγή, Α. Ζαούσης, Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΝΑΜΡΤΡΗΣΗ, τόμος Β΄, σελ. 34.)
(*) Ο καπετάν «Υψηλάντης» (Αλέξανδρος Ρόσιος από τη Σιάτιστα), πρώτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ και μετά «υποστράτηγος» του «ΔΣΕ». Εκτός της ανάμειξής του στο Παιδομάζωμα και στα γεγονότα της Μουργκάνας όπου ο «ΔΣΕ» δολοφόνησε εν ψυχρώ 120 τουλάχιστον Έλληνες στρατιώτες αιχμαλώτους, έλαβε μέρος σε αρκετές επιθέσεις σε χωριά της Μακεδονίας και της Ηπείρου από το 1943 μέχρι το 1949. Ήταν επικεφαλής της φονικής επίθεσης στο Λιτόχωρο στις 31 Μαρτίου 1946, η οποία θεωρείται η απαρχή της Ανταρσίας του 1946-49.
Παρά ταύτα, όταν επέστρεψε από την Τασκένδη μετά το 1981 ανεδείχθη σε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ και έγραψε βιβλίο με τα κατορθώματά του. Το ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΟ και ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ της υπόθεσης είναι ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ αντιμετώπισε τη δικαιοσύνη, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΓΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου