Στις εσωτερικές σελίδες, διαβάζουμε ότι «στα στιγμιότυπα που ξεχώρισαν, αποσπώντας το πιο δυνατό χειροκρότημα που ξεσήκωσε την αίθουσα, ήταν το ηχογραφημένο ντοκουμέντο με τη φωνή του Νίκου Ζαχαριάδη, που πρωτοπαρουσιάστηκε χτες». Ψυχραιμία· διότι, όπως λέει ο ποιητής, «είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται». Νιώθεται, προφανώς, από όσους μετείχαν στη συγκεκριμένη εκδήλωση και από το κόμμα που την οργάνωσε.
Την ίδια επιλεκτική (έως στρεβλωτική) στάση έναντι του ιστορικού παρελθόντος είδα και από την πλευρά της κυβερνώσας Αριστεράς, προ εικοσαημέρου, με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης των Αθηνών από τον γερμανικό στρατό το 1944. Παντού, στις ομιλίες, στις δηλώσεις, στην επετειακή αρθρογραφία των στελεχών της στον Τύπο, διαπίστωνες την εύσχημη υποβολή του μύθου ότι οι ναζί εγκατέλειψαν την κατακτημένη Αθήνα επειδή τους νίκησε με τον ηρωικό αγώνα «ο λαός μας» – όρος με τον οποίον εννοούν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Περιττεύει να ασχοληθούμε με την τερατώδη αφέλεια του μύθου ή με την εξωφρενική αγραμματοσύνη όσων τον αποδέχονται. Σημασία έχει ότι αν χάψεις τον μύθο αυτόν, έπειτα είναι πολύ φυσικό να συγκινείσαι όταν ακούς τη φωνή του Ζαχαριάδη και να πιστεύεις ότι ο αγώνας στον Γράμμο συνεχίζεται.
Φαντάζεσθε μια εκδήλωση ανάλογη αυτής του ΚΚΕ, από σοβαρούς ανθρώπους –χωρίς σεσημασμένες ψωνάρες και ακροδεξιούς–, για την αντίσταση του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, που ήταν τόσο σημαντική για την τελική σωτηρία της Αθήνας και της Ελλάδας; Θα τους ξέσκιζαν ζωντανούς σαν φασίστες. Θα τους ξέσκιζαν όχι μόνον οι αριστεροί, αλλά και κάποιοι δεξιοί από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως καραμανλικοί. Δεν πέρασαν και πολλές μέρες αφότου ο βουλευτής Γ. Βλάχος και ένας άλλος από τη Θεσσαλονίκη επιτέθηκαν στον Αδ. Γεωργιάδη για τον αντικομμουνισμό του.
Την καλύτερη εξήγηση αυτής της ανισορροπίας, ας την πούμε έτσι, βρήκα τις προάλλες σε ένα έξοχο κείμενο, μόλις τεσσάρων σελίδων, του ιστορικού Γ. Β. Δερτιλή, με τον τίτλο «Ιστορία και εξουσία», από το βιβλίο του «Συνειρμοί, μαρτυρίες, μυθιστορίες» (εκδόσεις Πόλις), το οποίο διαβάζω τώρα. «Οι ηττημένοι του Εμφυλίου Πολέμου», γράφει ο Δερτιλής, «υιοθετώντας τις δικές τους, μεροληπτικές ερμηνείες της ιστορίας και ειδικότερα της ιστορίας του Εμφυλίου, και αποκλείοντας με τη διαφανή μεροληψία τους τον οποιονδήποτε διάλογο, συντήρησαν το κλίμα του διχασμού, γαλβάνισαν τον φόβο και το μίσος των νικητών και τους διευκόλυναν στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν τη νίκη τους εξοστρακίζοντας τους ηττημένους. Οι νικητές, από τη δική τους πλευρά, αρκέστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία της εξουσίας για να συντηρήσουν τις ήδη υπάρχουσες, εθνικιστικές ερμηνείες της ελληνικής Ιστορίας. Και αυτές τις επέβαλαν με την εκπαίδευση και την κρατική προπαγάνδα διαστρεβλωμένες και αποσπασματικές. [...] Με την αδίστακτη εκμετάλλευση της επίσημης Ιστορίας που επέβαλαν στην εκπαίδευση, οι νικητές κατασκεύασαν τρεις γενιές σχεδόν αμνησιακών Ελλήνων – όπως ακριβώς οι ηττημένοι κατασκεύασαν τρεις γενιές φανατικών με μνήμη διαστρεβλωμένη».
Αυτό είναι και δεν νομίζω ποτέ να έχει ειπωθεί καλύτερα. Η σχεδόν αμνησιακή Δεξιά είναι εκείνη που σήμερα θεωρεί ασύμβατη με την κεντροδεξιά κατεύθυνση της Ν.Δ. την επίθεση στον ιδεολογικό πυρήνα της Αριστεράς. Εκείνη που αυτομαστιγώνεται σε συναυλίες του Θεοδωράκη στη Μακρόνησο και πραγματοποιεί προσκυνήματα στον Αη Στράτη. Εκείνη που σοκάρεται από τον αντικομμουνισμό και ξεχνάει (ή ποτέ της δεν έμαθε) ότι το φιλελεύθερο κέντρο ήταν στην πρώτη γραμμή του αντικομμουνισμού. Ο Βενιζέλος έκανε το ιδιώνυμο· ο Παπανδρέου δεν υπέκυψε στις παράλογες πιέσεις των κομμουνιστών τον Νοέμβριο του 1944 και έτσι δεν έπεσε αμαχητί η χώρα στα χέρια τους· και, τέλος, στον Σοφούλη παραχώρησε την πρωθυπουργία ο Τσαλδάρης το 1947, ώστε η αστική παράταξη να δώσει τον αγώνα ενωμένη στον Εμφύλιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι σπανίως βρίσκεις πολιτικούς της Δεξιάς που διαβάζουν. (Παρεμπιπτόντως, ούτε είναι τυχαίο ότι ο Μητσοτάκης είναι ένας από τους λίγους που διάβαζαν σταθερά και με σύστημα, μέχρι τουλάχιστον να γίνει αρχηγός της Ν.Δ.) Δεν χρειάζεται να διαβάζεις, αν σου φτάνουν μερικά στρεβλά και αποσπασματικά τσιτάτα της επίσημης εθνικής ιδεολογίας. Τι να την κάνεις τη γνώση, αν σου αρκεί ένα αίσθημα φυλετικής ανωτερότητας; Οι πολιτικοί της Δεξιάς δεν διάβασαν ποτέ, λ.χ., τον Φαλμεράιερ. Αρκέστηκαν στη δαιμονοποίησή του από τον ελληνικό 19ο αιώνα – εν μέρει φυσιολογική, για τα δεδομένα μιας χώρας πλήρως συγκεντρωμένης τότε στη διαδικασία της κατασκευής έθνους. Αν τον διάβαζαν, θα διαπίστωναν ότι ο Φαλμεράιερ κατεδαφίζει μεν το επιχείρημα της συνέχειας του αίματος, αλλά υποστηρίζει το επιχείρημα της γλωσσικής συνέχειας, το οποίο και είναι το αποδεκτό σήμερα. (Αποδεκτό στα πανεπιστήμια, στην κοινότητα των ιστορικών, άλλα όχι βέβαια στον δρόμο.) Είναι λοιπόν επόμενο να φρίττουν τώρα, είμαι βέβαιος, από την αναφορά του Αλβανού πρωθυπουργού στην πληθυσμιακή σύνθεση της Αττικής κατά τον 17ο αιώνα. Καλά να πάθουν, αν στην εποχή της αποκρυπτογράφησης του ανθρώπινου γονιδιώματος αυτοί εξακολουθούν να πιστεύουν στη φυλετική ανωτερότητα.
Είναι θέμα παιδείας· εκεί καταλήγουν όλα στο τέλος. (Το έχει πει, άλλωστε, με τον τρόπο του, το μεγαλύτερο κεφάλι –κυριολεκτικώς– της αμνησιακής Δεξιάς: ο Ευριπίδης Στυλιανίδης). Η παιδεία μας γενικώς –και των νικητών και των ηττημένων και ημών των απογόνων τους– είναι του τύπου εκείνου που προτάσσει τον μαξιμαλισμό της αξίωσης και, συνεπώς, αποκλείει τον συμβιβασμό. Είναι φανερό αυτό στο παράδειγμα του Φαλμεράιερ, όπου προτιμούμε να βρίσκουμε έναν εχθρό παρά ένα χρήσιμο επιχείρημα. Ακόμη περισσότερο δυσάρεστο είναι ότι τέτοιου είδους μαξιμαλισμός οδηγεί μοιραία στη σύγκρουση με τους άλλους και, αναγκαστικά, στην απομόνωση. Διότι τι άλλο να κάνεις, όταν την ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου οι άλλοι γύρω σου δεν την παίρνουν στα σοβαρά;
Κάνοντας τέτοιες δυσάρεστες σκέψεις, θυμάμαι κάτι που άκουσα το πρωί από ένα φίλο και θα το επαναλάβω με τον τρόπο μου. Δόξα και τιμή σε όσους πολιτικούς, ζώντες και τεθνεώτες, μας έχωσαν παρά τη θέλησή μας στην Ευρώπη...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου