Αν «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τον αφήσουμε στους στρατηγούς», όπως έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, ο πολιτικός που οδήγησε τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο, αλήθεια, ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο καθείς σε αυτή τη χώρα με την ηγεσία που εγκατέστησε ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας;
Η πρωτοφανής διακωμώδηση που γνώρισε από την πρώτη στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η τοποθέτηση του Φώτη Κουβέλη σε θέση υφισταμένου του Πάνου Καμμένου, συνιστά ίσως το πλέον παραστατικό δείγμα της γενικευμένης θεσμικής κατάπτωσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αποτελεί συνάμα το μέτρο της εκτεταμένης ανυποληψίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό δυναμικό που διαχειρίζεται τις τύχες του τόπου.Με ποια, άραγε, κριτήρια ένας συνταξιούχος πολιτικός,ο οποίος έκλεισε την πολιτική του δράστη αποδοκιμαζόμενοςηχηρά από τους πολίτες, επιβραβεύεται με την ανάθεση του χαρτοφυλακίου του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας; Ποια είναι τα προσόντα που διαθέτει και τα οποία τον έκαναν κατάλληλο για αυτό το αξίωμα; Ξέρει από όπλα; Έχει εμπειρίες από το Στράτευμα; Απέκτησε κάποια διάκριση, πέραν ίσως της δικηγορικής του ιδιότητας;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά διότι ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν το προφανές που είναι ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση του κ. Τσίπρα δεν είναι παρά η προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα ότι όποιος προσκολλάται στην κυβέρνηση και κολακεύει την ηγεσία της μπορεί να ελπίζει σε ανταποδοτικά ωφελήματα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο και αν είναι ανεξήγητο για όσους κατά καιρούς είχαν εντελώς άλλη εικόνα για τον πρώην πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, το μόνο για το οποίο διακρίθηκε ο κ. Κουβέλης την τελευταία τριετία ήταν οι απροσδόκητοι έπαινοι που επεφύλασσε προς τους κυβερνώντες και η διαρκής προσπάθεια την οποία κατέβαλε ώστε να γίνει αρεστός προς αυτούς, εκφράζοντας θέσεις και απόψεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε το δικό του παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίπτωση Κουβέλη αν έχει κάποια ουσιαστική αξία είναι επειδή καταδεικνύει τα αδιέξοδα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και, αναμφισβήτητα, δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα που λειτουργεί όπως λειτουργούσαν οι κάτοικοι στις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η καθυστερημένη αποπομπή του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου κατέδειξε την απόλυτη έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών που χαρακτηρίζει πλέον τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Το ίδιο επίσης μαρτυρά η δυστοκία να βρεθεί ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής χωρίς καν να έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα ούτε… μισό επενδυτή.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα για να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να χρίσει διάδοχο του Δ. Παπαδημητρίου τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει τώρα με το επιπλέον υπουργικό χαρτοφυλάκιο που δεν μπόρεσε να προσφέρει τα τρία χρόνια της αντιπροεδρίας. Εκτός και αν τον εμπόδιζε ο Παπαδημητρίου αλλά δεν το έλεγε περιμένοντας να αποκαλυφθεί η… απληστία της συζύγου του που την οδήγησε να εισπράττει επίδομα ενοικίου.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι πλέον σε θέση ούτε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του να κάνει, αφού δεν μπόρεσε να μετακινήσει κανένα από τα στελέχη του υπουργικού του συμβουλίου, με εξαίρεση τον παραιτηθέντα Γ. Μουζάλα. Διατήρησε στις καρέκλες τους ακόμη και πρόσωπα τα οποία κατά γενική ομολογία δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτε, τοποθετώντας έναν επιπλέον υφυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν μπορούσε να διώξει την υπουργό Λυδία Κονιόρδου.
Συνήθως, όμως, έτσι συμβαίνει με τις κυβερνήσεις που βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Συμπεριφέρονται όπως οι κάτοικοι της Πομπηίας οι οποίοι, παρά τα προμηνύματα του Βεζούβιου, συνέχιζαν τη ράθυμη και εύθυμη ζωή τους μέχρι που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου