Κώστα Δημ Χρονόπουλου
(Αρθρογράφου –Σχολιογράφου)
Τις προάλλες πεταγόμουν τη νύχτα φωνάζοντας: ΟΧΙ,ΟΧΙ.
Ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα και βασάνισα και την γυναίκα μου , που κοιμόταν δίπλα μου.
-«Κώστα τι έπαθες; Εφιάλτες έβλεπες και φώναζες ΟΧΙ; Μήπως σε επηρέασε η Εθνική Επέτειος;»
-«Άσε τ΄ αστειάκια νυχτιάτικα. Φαίνεται πως έφτασα στα όρια του πλήρους αρνητισμού. Δεν αντέχω άλλο. Δεν τους μπορώ, δεν τους θέλω, ούτε να τους ακούω, ούτε να τους βλέπω, ούτε να συναγελάζομαι ,να συνυπάρχω μαζί τους».
- «Όλους;».
- «Ναι, όλους».
- «Και εμένα;».
-«Άντε να κάνω μια εξαίρεση , αφού εσύ με ανέχεσαι και στο αναγνωρίζω».
-«Και τη μαμά μου; Τι σου έκανε;».
-«Ό, τι μπόρεσε! Συνέχεια με αμφισβητεί, με κοντράρει, νομίζει πως χαραμίστηκε η κόρη της μαζί μου».
-«Μην την ξεσυνερίζεσαι μεγάλη γυναίκα είναι».
- «Τρέχει η μύτη σου γαμπρέ. Τρέχει απ’ το χειμώνα». Το θυμάσαι; Την ήξερα και νεώτερη. Πάντα ίδια ήταν».
-«Τι υπονοείς; Πως η μανούλα μου παραλογίζεται και σε αντιπαθεί χωρίς λόγο;».
- «Αντίθετα, «ορθολογίζεται», αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο. Τέλος πάντων το θέμα μας δεν είναι αυτή».
-«Αυτή, η μαμά μας εννοείς. Άκου …αυτή».
-«Αυτή η εκείνη, μαμά ή όπως θες πέστη, δεν την εξαιρώ».
-«Αμ ‘καλά μου τα ‘λεγε, αλλά που μυαλό».
-«Έλα ντε, τετρακόσια αποδείχθηκε πως τα είχες.
Ακου τώρα μερικά από τα ΌΧΙ που φώναζα.
Το πρώτο ήταν πράγματι το Εθνικό. Ένωσα τη φωνή μου με εκείνη του μεγάλου Έλληνα Πατριώτη: Ιωάννη Μεταξά».
-«Και γιατί δεν φώναξες τότε –έστω και ως μωρό που ήσουνα –εκείνο το βράδυ, αλλά με ξυπνάς μετά από 81 χρόνια; Τύψεις είχες;».
-«Καθόλου. Απλώς τότε κοιμόμουνα –όπως όλος ο Ελληνικός λαός- , εκτός από Εκείνον που το βροντοφώναξε».
-«Και γιατί μερικοί ισχυρίζονται πως το ΌΧΙ το είπε ο λαός;».
-«Γιατί ροχάλιζαν τότε, τώρα και πάντοτε, τον ύπνο του απληροφόρητου, του παραπληροφορημένου , του ιδεοληπτικού, του ….. «Δημοκράτη».
-«Δηλαδή στον Μεταξά ανήκει το ΟΧΙ;».
- «Μα, αφού εκείνος το είπε; Ο λαός όμως, προς τιμήν του , σύσσωμος τον ακολούθησε. Όπως πάντοτε γίνεται με τις σωστές αποφάσεις των μεγάλων ηγετών!....
-«Τα άλλα ΟΧΙ σου που απευθύνονταν;».
-«Κυρίως στους πολιτικάντηδες που σε κάθε Επέτειο βρίσκουν την ευκαιρία να εξάρουν την αναγκαιότητα της εθνικής ομοψυχίας… προκειμένου ενωμένοι να επιτύχουμε ανάλογα επιτεύγματα».
-«Άδικο έχουν;».
-«Καθόλου, μόνον που αισθάνομαι αποστροφή για την απύθμενη υποκρισία τους. Άνθρωποι ανάξιοι λόγου, κατώτεροι των περιστάσεων, διαλυτικοί της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας του ελληνικού λαού , άγνωροι και αγνοούντες τις έννοιες και διαζευγμένοι και με την στοιχειώδη αίσθηση καθήκοντος, ομιλούν με φαρισαϊσμό χιλίων πιθήκων, δίνοντας μαθήματα /συμβουλές / μηνύματα /νοήματα περί ομοψυχίας. Είναι ντροπή , αίσχος. Αν μπορούσα θα τους απέκλεια από κάθε εορταστική εκδήλωση και τηλεδίαυλο. Είναι αφόρητα προκλητικό οι (επαγγελματίες) διχαστές να … διδάσκουν ομόνοια!.
Αλήθεια γιατί δεν μονιάζουν; Γιατί –όπως τους το γράφω εδώ και 20 χρόνια –δεν κάνουν ένα Μνημείο Εθνικό στη μνήμη όλων των πεσόντων να τελειώνουμε; Αλλά ΌΧΙ!. Θέλουν να συντηρούν τον διχασμό. Α ι δ ώ ς Α χ ρ ε ί ο ι !.
-«Ηρέμησε , μη φωνάζεις, έχεις κοκκινήσει. Θα ανεβάσεις πίεση».
-«Δεν έχω πίεση, αλλά αν το συνεχίσουν το διχαστικό βιολί, είναι βέβαιο πως θ’ αποκτήσω».
-«Είπες και άλλα ΌΧΙ , που στόχευαν;».
-«Σε όλους τους …. «Δημοκράτες», τους …. «Αντιφασίστες» , τους δήθεν, που καταδικάζουν τον φασισμό (δίκαιο έχουν και εγώ μαζί τους είμαι), αλλά –τι μεγαλοψυχία! – μόνον όταν είναι μαύρος. Όταν είναι κόκκινος ή ξεπλυμένος /ροζ ολοκληρωτισμός , τότε : «Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!...».
-«Έχεις κι άλλα;».
-«Έχω (τα τελευταία) γιατί πρέπει και να ξανακοιμηθώ».
-«Κατάλαβα θα ‘χουμε και συνέχεια των ΟΧΙ. Πες μου τα τώρα….».
-«Ντρέπομαι για τον εκφυλισμό της ΑρχαιοΕλληνικής Δημοκρατίας σε υβριδίωση/υβρίδιο/μεταλλαγή, κακέκτυπο: το Κοινοβουλευτικό Δημοκρατικό Πολίτευμα. «Δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ή Μ π α χ α λ ο π ο ί η σ η», έχει επέλθει. Ισχύει ο νόμος των μειονοτήτων και των παρανόμων. Αισθάνομαι πως ζω σε μια χώρα αντιδημοκρατική, με κραυγαλέες κοινωνικές αδικίες, αγεφύρωτες ανισότητες, εκχυλίζουσα ανηθικότητα, εκτεταμένη διαφθορά, αηδιαστική υποκρισία. Όπου επιπολάζουν οι μικροαπατεώνες , οι μπαχαλάκηδες, οι έκνομοι, οι περιθωριακοί, οι ρυπαροί που ρυπαίνουν τοίχους, αγάλματα, παραδόσεις ,οι οργισμένες μειονότητες. Νοιώθω ανασφάλεια , αβεβαιότητα. Αποτυχημένος , ανήμπορος , ξένος. Δεν αναγνωρίζω τον τόπο μου, δεν μπορώ να (παρ)ακολουθήσω ετούτη την εκφυλιστική πορεία κατολίσθησης του Ελληνισμού. Βροντοφωνάζω –ΟΧΙ μόνον στον ύπνο μου – ΟΧΙ! Αυτό είναι το δικό μου μήνυμα εξ αφορμής του μεγάλου ΌΧΙ του 1940!».
-«Έλα ηρέμησε».
-«ΌΧΙ!. Δεν το μπορώ. Δεν τους ανέχομαι. ΌΧΙ κι έτσι βρε Ελληνόφωνοι! Αρκετά!. «Αέρα, Αέρα», μήπως και γλυτώσουμε τουλάχιστον από της υποκρισίας , την χολέρα!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου