Η πρώτη αναγνώριση και το ρωσικό «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων»
Ήδη
από τα τέλη του 1822 είχε γίνει φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία
αδυνατούσε να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση. Ο κυβερνήτης της
βρετανικής φρεγάτας Cambrian Χάμιλτον δήλωσε στον Ανδρέα Μιαούλη ότι οι
Υδραίοι είχαν το δικαιώμα νηοψίας επί βρετανικών πλοίων (Μιαούλης,
Αντ.(1833), Συνοπτική Ιστορία των υπερ της ελευθερίας της αναγεννηθείσης
Ελλάδος γενομένων ναυμαχιών, Ναύπλιο, σελ 35). Η διαδοχή του Κάσλρη
(Castlereagh) από τον Τζωρτζ Κάνινγκ (George Canning) στο Υπουργείο
Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας το 1822 σηματοδότησε την μεταστροφή της
αγγλικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα, αν και πλέον έχει γίνει αποδεκτό
ότι η μεταστροφή αυτή ήταν στα σχέδια του Κάσλρη, τα οποία δεν πρόλαβε
να ολοκληρώσει.
Ο διορισμός του Στράτφορντ Κάνινγκ (ξάδερφος του υπουργού) ως πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη αλλά κυρίως η τοποθέτηση του Κόδριγκτον ως αρχηγού του βρετανικού στόλου της Μεσογείου ήταν φανερά σημεία αυτής της μεταστροφής. Οι ενέργειες του Κάνινγκ όμως ανησύχησαν την Ρωσία, η οποία θα υποβάλει το «Σχέδιο των Τριών Τμημάτων»(9 Ιανουαρίου 1824 ). Το εν λόγω σχέδιο ακολουθώντας στην ουσία το διοικητικό πρότυπο που ίσχυε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, προέβλεπε την ίδρυση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες η πρώτη (Ανατολικής Ελλάδας) θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική, η δεύτερη (Δυτικής Ελλάδας) την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, και η τρίτη (Νότιας Ελλάδας) την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα ειδικό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας θα αναγνωριζόταν στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Βάσει του Σχεδίου, ο σουλτάνος θα διατηρούσε την επικυριαρχία του στις τρεις ηγεμονίες, την οποία θα διασφάλιζε η παρουσία κατά τόπους οθωμανικών φρουρών και θα εισέπραττε έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας.
Σημαντικό είναι σε αυτό το σημείο να γίνει μία σύντομη αναφορά στο λεγόμενο «Ψήφισμα της Υποτελείας» (Act of Submission). Στα 1825 «ένας αμιγώς πυρήνας αγγλόφιλων Επτανησίων με τον οποίο συντάχθηκε σύντομα ο Μαυροκορδάτος και η οικογένεια Κουντουριώτη» συνέταξε επιστολή προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας από την Μ. Βρετανία να ορίσει το πρόσωπο που θα καταλάμβανε τον ελληνικό Θρόνο. Το κείμενο αφού υπογράφτηκε από πολλούς και σημαντικούς πελοποννήσιους και ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, καθώς και νησιώτες πολιτικούς και στρατιωτικούς, εστάλη στο Λονδίνο.
Αυτό το Ψήφισμα στηλιτεύθηκε από τους Έλληνες ιστορικούς και
θεωρήθηκε ως μία πράξη εθελοδουλείας. Μία πράξη προδοσίας της
φιλοαγγλικής μερίδας απέναντι στην Επανάσταση. Χαρακτηριστικές είναι
φράσεις Ελλήνων ιστορικών του προοδευτικού χώρου, όπως ο Τάσος Βουρνάς, ο
οποίος αποκαλεί τον Μαυροκορδάτο «κακό δαίμονα», ενώ ισχυρίζεται πως
«την εποχή που ο Κολοκοτρώνης πάσχιζε να σώσει» την Επανάσταση, αυτός
εκτελούσε «μυστικές οδηγίες του Κάνιγκ». Ο Τ. Σταματόπουλος προχώρησε
ακόμη παραπέρα. Προσπαθώντας να εξηγήσει την ύπαρξη των υπογραφών,
μεταξύ αυτών και του Κολοκοτρώνη, ανέφερε ψευδώς ότι οι εμπνευστές αυτής
της «προδοτικής ενέργειας», πλαστογράφησαν τις υπογραφές επιφανών
πολιτικών και στρατιωτικών της Επανάστασης.
Οι κρίσεις των ιστορικών επί αυτού του Ψηφίσματος είναι ενδεικτικές.
Παραβλέπουν εντελώς την τεράστια πολιτική και στρατηγική του σημασία,
αφού έβαλε για τα καλά «στο παιχνίδι» τη Μ. Βρετανία. Δείχνουν επίσης να
παραβλέπουν και την απογοήτευση που ένιωθαν οι Έλληνες τότε (όπως και
τόσες άλλες φορές) από τη Ρωσία και το σχέδιό της, των Τριών Τμημάτων.
Από την Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830)
Ο
Κάνινγκ με τις ενέργειές του είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα
φιλελληνικό κλίμα στις αυλές της Ευρώπης. Είχε καταφέρει να απομακρύνει
από τις διαπραγματεύσεις τον καγκελάριο Μέτερνιχ, ο οποίος επηρέαζε και
την Πρωσία, ενώ προσεταιρίστηκε και τον Γάλλο μονάρχη Κάρολο Ι’. Στις 6
Ιουλίου του 1827 οι «τρεις προστάτιδες δυνάμεις», όπως αποκαλούνταν
έκτοτε, δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία ήρθαν σε συμφωνία στο
Λονδίνο με την υπογραφή της λεγόμενης «Ιουλιανής συνθήκης» που άνοιγε
πια το δρόμο για την ελευθερία των Ελλήνων.
Αποφασίστηκε η
ειρήνευση και προτάθηκε στον σουλτάνο η παραχώρηση ανεξαρτησίας στους
Έλληνες. Η μη συμμόρφωση του σουλτάνου οδήγησε στην Ναυμαχία του
Ναβαρίνο (20 Οκτωβρίου 1827) κατά την οποία οι στόλοι των Άγγλων, Γάλλων
και Ρώσων εξαφάνισαν τον αιγυπτιακό του Ιμπραήμ.
Ο Ιωάννης
Καποδίστριας, ως κυβερνήτης της Ελλάδος, είχε επιδοθεί σε έναν αγώνα
απελευθέρωσης από τα ελληνικά στρατεύματα όσων το δυνατόν περισσότερων
περιοχών ούτως ώστε να είναι διεκδικήσιμες διπλωματικά. Στις
διαπραγματεύσεις του με τις Μ. Δυνάμεις συνάντησε την αντίδραση της
Αγγλίας, η οποία επιθυμούσε η έκταση της ανεξάρτητης Ελλάδας να
περιορισθεί μέσα στο στενό πλαίσιο που περιείχε μόνο την Πελοπόννησο,
τις Κυκλάδες και τα νησία του Αργολικού κόλπου. Ο στόχος ήταν προφανής: η
δημιουργία ενός θνησιγενούς αγγλικού προτεκτοράτου.
Το
Σεπτέμβριο του 1828, στο συνέδριο του Πόρου, οι πρέσβεις των τριών
δυνάμεων συμφώνησαν αρχικά να περιληφθούν και η Κρήτη και η Σάμος στο
νέο ελληνικό κράτος, κάτι που τελικώς δεν έγινε λόγω αντίστασης της
αγγλικής κυβέρνησης. Με τη νικηφόρα Μάχη της Πέτρας το Σεπτέμβριο του
1829, τερματίστηκαν τα πολεμικά γεγονότα της επανάστασης και
εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα, ενώ με τη γαλλική
συνδρομή η Πελοπόννησος εκαθαρίστηκε απ’τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Το
πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829) αναγνωρίζε ως σύνορα της Ελλάδας τη
γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού, αλλά όχι ελληνική ανεξαρτησία, αντίθετα
αυτονομία με καταβολή φόρου υποτελείας στον Σουλτάνο. Οι ελληνικές
επιχειρήσεις στην Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, ενώ ξέσπασε ένας ακόμη
ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) που κατέληξε σε προέλαση των ρωσικών
δυνάμεων προς την Κωνσταντινούπολη.
Η Μ. Βρετανία έσπευσε να
αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του κράτους με σύνορα την γραμμή Άρτας –
Βόλου, ενώ με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) η
συνοριακή γραμμή ορίστηκε η Αχελώος – Σπερχειός αφήνοντας εκτός την
Αιτωλία και Ακαρνανία. Με τις αντιδράσεις του Καποδίστρια άλλαξε προς το
συμφέρον της Ελλάδας η συνοριακή γραμμή.
Οι επεκτάσεις του 1832
Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (7 Μαίου
1832) οι Οθωμανοί έπαιρναν ως αποζημίωση 40 εκατομμύρια γρόσια και
επιδικαζόταν στην Ελλάδα η Λαμία. Με το τελευταίο Πρωτόκολλο του
Λονδίνου (Αύγουστος 1832) η περιοχή της Λαμίας (τότε «Ζητούνι») την
οποία διεκδικούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς δεν είχε ελευθερωθεί
από ελληνικά όπλα, επιδικάσθηκε στην Ελλάδα. Το ανεξάρτητο ελληνικό
βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 1833, με την έλευση του Όθωνα, εκτεινόταν
σε 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα (περιλαμβανομένης και της Εύβοιας) και
αριθμούσε 750.000 κατοίκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου