Του Γιώργου Λεκάκη
Πολλοί νομίζουν ότι το τηγάνι είναι ιταλική λέξις… Λάθος! Είναι ελληνική και μάλιστα αρχαιοτάτη:
Το τάγηνον / τήγανον / (ιων.) ήγανον[1] / τήκανον / (η) τηγάνη > νυν τηγάνι είναι το γνωστό ρηχό, στρογγυλό, (κυρίως) μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με μακριά λαβή. Και είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Η έψησις εδεσμάτων γινόταν εντός ελαίου ή βουτύρου. Αναφέρεται από τους Αριστοφάνη, Λουκιανό, κ.ά. «Τα δε τηγάνια σίζοντά σοι μολύνεται» - βλ. Τηλεκλείδ. (στο «Αψευδέσιν» 1).
Το πιο γνωστό αρχαίο χάλκινο τηγάνι του 5ου - 4ου αιώνα π.Χ. ανακαλύφθηκε στην Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Η λαβή είναι διακεκοσμημένη με εγχάρακτες παραστάσεις ανθέων, και απολήγει σε σχήμα κεφαλής χήνας. Εκτίθεται δε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.Το ρήμα τηγανίζω / εκτηγανίζω ευρίσκεται στον Ποσείδιππο («Αποκλειομένη», 3). Σημαίνει ψήνω κάτι στο σκεύος τηγάνι, μέσα σε καυτό λάδι, βούτυρο ή λίπος.Έτσι έψηναν / τηγάνιζαν:
- αυγά και τυρί κάνοντας σαγανάκι – βλ. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», Αριστοφ.). Ο λαός μας λέει επίσης: «Άσπαστα τ’ αυγά, δεν πάνε στο τηγάνι»…
- ψωμί, και έφτιαχναν τον τηγανίτη / ταγηνία άρτο – και σήμερα το λέμε τηγανόψωμο, την δε τηγανισμένη φέτα ψωμιού την λέμε τηγανίτα – βλ. Ιππώναξ. 27.
- πίττες, και έφτιαχναν την αλοιφόπιττα (πίττα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι).
- ξεροτήγανο, παραδοσιακό γλύκισμα. που παρασκευάζεται από αλεύρι, μέλι, γάλα, αυγά, κ.ά. υλικά στο τηγάνι,
και
- τα συκωτάκια (τηγανιστά – «λαμβάνονται δὲ καὶ ἐφθοὶ καὶ τηγανιστοί») - τηγανιστός τηγανητός, τηγανισμένος – βλ. Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Ε.
Τηγανιά είναι η ποσότητα που μπορεί να ψηθεί μεμιάς μέσα σε ένα τηγάνι.
Το τηγάνι είναι συνήθως μαύρο από τον καπνό, εξ ου και μαυροτήγανο.
Τέλος, ταγηνοκνισοθήρας ελέγετο ο θηρεύων την κνίσα των τηγανιζομένων εδεσμάτων, με άλλα λόγια, ο παράσιτος…
Τηγανίζω = ψήνω. Όταν όμως κάτι το τηγανίζω πολύ, τότε χρησιμοποιείται το ρήμα σταθεύω = διαθερμαίνω, καίω, καψαλίζω, οπτώ, ψήνω πολύ > σταθευτός = περικεκαυμένος, καψαλισμένος, ο καθ’ υπερβολήν θερμανθείς [< σίτος, στάρι + θέρω] = διαθερμαίνω, πολυψήνω, πολυτηγανίζω, οπτώ, καψαλίζω, διότι κατά την εποχή πριν τον θερισμό όπου ετελείωνε το στάρι της προηγουμένης χρονιάς εξαναγκάζονταν να ψήσουν πολύ το αγίνωτο στάρι, για να μπορεί να αλεστεί > στάθευσις.
Μέσα στο τηγάνι γίνεται:
- το κοκκίνισμα (για να γίνει κάτι κόκκινο),
- το ξάνθισμα (= κάμνω κάτι ξανθό, δια πυρός),
και
- το τσιγάρισμα (< ρ. τσιγαρίζω, τζυγαρίζω, τηγανίζω, καβουρντίζω, κοκκινίζω).
Αποτηγανίδια / ξεροτηγανίδια λέγονται τα υπολείμματα των τροφών στο τηγάνι μετά το τηγάνισμα.
Μεταφορικώς σημαίνει και βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον, κατακαίω, θανατώνω στην πυρά («ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.) και τηγανίζομαι σημαίνει φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι, τσουρουφλίζομαι κυρίως για έρωτα. Γι’ αυτό γράφει ο αρχαίος ποιητής:
Χαλκοτύπος τον Έρωτα μεταλλάξας επόησε τήγανον,
ουκ αλόγως όττι καί αυτό φλέγει.
Χαλκωματάς τον Έρωτα τον έκανε τηγάνι
και όχι άλογα, γιατί φωτιά κι ο Έρως βάνει…
Παλατινή Ανθολογία / IX / 773 Παλλαδά – απόδ. Γ. Λεκάκη
Το τηγάνισμα είναι η ενέργεια / το αποτέλεσμα του να τηγανίζει κανείς κάτι, το τηγανητό.
Ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα τήκω (δωριστί τάκω)[2] = λυώνω, λειώνω > λατ. tabes (= τήξη, σήψη), ιταλ. tegano, γαλατ. tawdd (= τήξη), σλαβ. tajo (= λειώνω), αρμ. tanam (= μουσκεύω), ιαπ. teg-, περσ. taba / tawa (ταβάς, νταβάς), κλπ.
Εντός του μαγειρικού στρογγυλού σκεύους οι αρχαιοι μάγειρες, έφεραν… στροφή τα προς τήξη, γι’ αυτό και απαντάται και ως τηγανόστροφον / ταγηνοστρόφιον.
Το μικρό (υποκοριστικό) του τάγηνου ελέγετο τηγάνιον / τυγάνιον – βλ. POxy.1290.4 (5ος αι. μ.Χ.). Σήμερα καλείται σαχάνι / σαγάνι < ταγάνι > σάγανο, όπου φτιάχνεται το σαγανάκι, παρ’ ότι πολλοί το θεωρούν τουρκική λέξη, από το sahanj, είναι αντιδάνειο.
Αλλά το σχήμα του έδινε το αυτό όνομα και σε κάθε περιφραγμένη αβαθή επιφάνεια αλυκής, για την εξάτμιση του θαλασσινού νερού και την συγκέντρωση του αλατιού, αλλά και σε κάθε σχετικού σχήματος χερσόνησο, νησί, νησάκι, ακρωτήριο, κλπ. στην λαϊκή ονοματοδοσία τοπωνυμίων (Αργολίδος[3], Λήμνου, Αστυπάλαιας[4], Λέσβου, Σάμου, Πάρου, Καλύμνου, Κρήτης, Μάνης, κ.ά.)…
Παραλλαγή του τηγανιού, είναι:
- η εψάνη (< ρήμα έψω - «εψητήριον· λοπάς» - βλ. Ησύχ.). που είναι το επίσης αρχαίο μαγειρικό σκεύος, που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατειά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι – σήμερα το λέμε ταψί / τεψί.
- το λάσσανον (> ιρλ. lann, κλπ.),
- η πατερά,
- η πατάνη[5], κ.ά.
– ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ…
Τέλος, τηγάνιζαν και ψάρια. Γνωστό το τηγάνισμα των ψαριών της Ζωοδόχου Πηγής της Πόλης:
Ἀκόμ’ ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι' ἀπ’ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμμένα.
Ἀκόμ’ ως τώρα πλέουνε, κόκκιν’ ἀπ’ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν’ ἀναστηθῇ κι ὁ γέρος,
νὰ τ’ ἀποτηγανίσῃ.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Το λεξικό των παραδόσεων των λαών του κόσμου» (απόσπ.). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.4.2019.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] «ηγάνεα πέμματα τα από τηγάνου» - δηλ. εσχηματίσθη κατά λάθος, της λέξεως τήγανον ακουομένης ως τ’ ήγανον – βλ. Ησυχ.
[2] Από την ιδία ρίζα: τάκων, τακών, ταγγίζω, ταγκίζω, ταγγιάζω, τσαγγιάζω (τ > τα - τσιτακισμός), ταγκιάζω, ταγγάδα, τσαγγάδα, τσαγγίλα, ταγγίλα, τάγγισις, τάγγισμα, τσάγγισμα, ταγγίς, ταγκός, τσαγγός, ταγγή, τάγγη, κλπ.
[3] νησίδα στο Μυρτώον πέλαγος.
[4] ή Αγία Κυριακή.
[5] τρυβλίον, πιάτον < πετάννυμι = πιάτο, πιατάκι (Αριστοφάνης, «Όρνιθες», 76-79), ποτήρι, κούπα (Αριστοφάνης, «Αχαρνής», 278). Αλλά μονάδα μέτρησης ιδία στην φαρμακευτική και είδος αγγείου / δοχείου (1/4 της κοτύλης), για την προετοιμασία ιατρικών συνταγών. Και αγγείο χωρητικότητος για 20 αρτάβες (Αθήναιος «Δειπνοσοφισταί», 12,73).
Το λεγόμενο και οξύβαφον. Και τρύβλιον / τρύβλιο, τρυβλίο, τρυβλίον, τρυβλίδιον (κούπα), τρύβλιο, τρίβλιον, τρούβλιον (> πιθ. ρούβλιον, ρούβλι), κλπ.
Από την πατάνη > ιταλ padella, παλαιοαγγλ-σαξ. peccan (= καίω, καυτηριάζω) > pan, poecele (δας, πυρσός, χύτρα), γαλλ. poele (= τηγάνι, θερμάστρα), παλαιογερμ. dahhazzan (= εκβάλλω φλόγες) > Pfanne, padella, paila, αλλά και εν τέλει το περίφημο ισπανικό πιάτο paella, κλπ.
Και πανέ, αυτός που έχει τηγανιστεί, αφού τυλιχθεί σε μείγμα αυγού και τριμμένης φρυγανιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου