Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

ΑΝΤΑΡΤΙΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΤΗ ΜΕ ΤΗ ΒΙΑ! ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ- ΣΤΕΝΩΜΑ- ΒΙΝΙΑΝΗ- ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ- ΓΕΦΥΡΑ ΚΟΡΑΚΟΥ

 
 

Μαρτυρία της Ευγενίας Νικ. Κατσέλου - Ράικου
(ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)
Έχω γεννηθεί στην Αγία Τριάδα Καρπενησίου το 1931. Οι αντάρτες ήρθαν στο χωριό μας το 1947. Μας πήραν τα πάντα από το πατρικό μας, όπως και από τα περισσότερα σπίτια του χωριού. Δεν μας άφησαν τίποτε από τρόφιμα.
Τότε πήραμε ότι μας απέμεινε, την αγελάδα μας και τις κατσίκες μας, που ευτυχώς τις δικές μας δεν τις πήρανε οι αντάρτες, και πήγαμε στο Καρπενήσι. Οι γονείς μου, εγώ και η γυναίκα του αδελφού μου με το μωρό της. Τα δυό αδέλφια μου έλειπαν. Ο ένας ήταν χωροφύλακας και ο άλλος στρατιώτης. Είμαστε 10 οικογένειες σε ένα κτίσμα σαν σπίτι, σαν καλύβα που μέναμε. Όλοι κοιμόμαστε χάμω στο χώμα με τα λίγα ρούχα που είχαμε πάρει μαζί μας. Σε μιά φωτιά μαγειρεύαμε όταν είχαμε κάτι να μαγειρέψουμε, γιατί χρήματα δεν υπήρχαν από πουθενά.
Δεν είμαστε μόνο εμείς από την Αγία Τριάδα στο Καρπενήσι, ήταν πολλά χωριά από την Ευρυτανία που οι κάτοικοί τους είχαν καταφύγει στο Καρπενήσι (σ.σ. αυτοί οι άνθρωποι ήταν μέρος των εκατοντάδων χιλιάδων ανταρτόπληκτων του 1947-49 από τα ορεινά χωριά της Ελλάδος, που τα εγκατέλειψαν και πήγαν για ασφάλεια σε μεγαλύτερες πολιτείες). Ακούγαμε και βρισιές από μερικούς ντόπιους, «τι γυρεύετε εδώ;». Κακοπερνάγαμε, κακοπερνάγαμε.... Μερικοί προσπάθησαν να φτιάξουν το δικό τους καλύβι. Το ίδιο έκανε και η οικογένειά μου. Φτιάξαμε μιά παράγκα και μέναμε, αλλά ήρθε ο χειμώνας, έπεφτε χιόνι, ήταν πολύ δύσκολα.
Θυμάμαι όταν ήρθαν οι αντάρτες και μπήκαν στο Καρπενήσι. (σ.σ. Οι αντάρτες κτύπησαν το Καρπενήσι τη νύχτα της 19ης Ιανουαρίου και το κατέλαβαν το επόμενο βράδυ της 20ης προς 21η Ιανουαρίου του 1949. Το κράτησαν για 18 ημέρες). Εμείς είμαστε στην παράγκα και την τρυπούσαν οι σφαίρες. Ήταν απέναντι σκοπιά των χωροφυλάκων που αμύνονταν στους αντάρτες. Σκοτώθηκε και ένας χωροφύλακας κεί, τον είδα με τα μάτια μου. Εκείνες τις ημέρες ήταν και ο ένας αδελφός μου μαζί μας. Καθώς κινδυνεύαμε στην παράγκα, ο αδελφός μου μας φυγάδευσε από μια στενή τρύπα στην αποθήκη ενός γείτονα στην οποίαν είχε τα ζώα του και τον σανό γι αυτά.
Το επόμενο πρωί ήρθε ένα αεροπλάνο και πολυβολούσε τους αντάρτες, μια ριπή έπεσε εκεί που είμαστε και εμείς αλλά ευτυχώς δεν μας κτύπησε. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που έριξαν οι αντάρτες (σ.σ. Την 21η Ιανουαρίου οι αντάρτες κατέρριψαν στη δυτική πλευρά του Καρπενησίου, πάνω από το νοσοκομείο, αναγνωριστικό αεροπλάνο τύπου Harvard, στο οποίο επέβαιναν ο πιλότος, Παναγιώτης Τσούκας, και ο Αμερικανός συνταγματάρχης Εντνερ. Άρα δεν ήταν το αεροπλάνο που πολυβολούσε). Όταν πλησίασαν οι αντάρτες εκτός από τους γονείς μου που βγήκαν έξω, οι άλλοι κρυφτήκαμε μέσα στα άχυρα της αποθήκης. Φάνηκε όμως ότι είχαν το όνομά μου και με έψαχναν. Τότε, ο πατέρας μου με πήρε και με πήγε λίγο πιό κάτω που υπήρχε καταφύγιο. Άνοιξε την καταπακτή και κατέβηκα κάτω, ήταν εκεί και άλλα κορίτσια.
Όμως, κάποιος μας πρόδωσε. Έρχονται οι αντάρτες, τραβάνε το σκέπασμα της καταπακτής και φωνάζουν, «έξω!». Μας παίρνουν. Φώναζαν οι γονείς, αλλά αυτοί τίποτε. Μόνο τους είπαν, «φέρτε ρούχα στα παιδιά σας και ότι άλλο έχετε γιατί θα έρθουν μαζί μας». Μου έφερε ο πατέρας μου κάτι άρβυλα, κάλτσες και μιά χλαίνη κοντή. Έτσι ντύθηκα, γιατί έριχνε και χιόνι εκείνη την ώρα. Μας πήραν και όπως πηγαίναμε θυμάμαι που ήταν άνθρωποι σκοτωμένοι στον δρόμο μας. Η σκηνή ήταν δραματική. Οι γονείς μας ακολουθούσαν, κλαίγανε, μας τραβάγανε. «Ευγενία μου που σε πάνε» άκουγα τον πατέρα μου να φωνάζει, σαν να τον ακούω ακόμη και σήμερα. Αλλά και οι αντάρτες φώναζαν, «γυρίστε πίσω» στους γονείς.
Τέλος πάντων, μας πήραν και μας πήγαν στο χωριό Στένωμα (σ.σ. χωριό της Ευρυτανίας 15 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι). Από εκεί, για 10 ημέρες μας έφερναν κάθε ημέρα στο Καρπενήσι και μας φόρτωναν αλεύρι και το πηγαίναμε στο Στένωμα.
Όταν τελείωσε αυτό μας πήγαν στη Βίνιανη. Εκεί είχαν το αρχηγείο τους (σ.σ. στη Βίνιανη ιδρύθηκε και η ΠΕΕΑ στις 10 Μαρτίου 1944). Στη Βίνιανη μας έδωσαν όπλο και σφαίρες, μας έκαναν ανταρτίνες! Μας είπαν ότι είμαστε στον αντάρτικο στρατό του καπετάν Γιώτη (σ.σ. Ο Χαρίλαος Φλωράκης). Είμαστε γύρω στα 30 κορίτσια στο λόχο μας, και λοχαγός μας ήταν ο καπετάν Βόλγας, δεν ξέρω το επίθετό του (σ.σ. Βόλγας ήταν «αγαπημένο» ψευδώνυμο των ανταρτών του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ και του «ΔΣΕ».
Προφανώς τους έφερνε κοντά στη μητέρα τους τη Σοβιετική Ένωση. Στην Πελοπόννησο το 1943-44 ήταν γνωστοί 3 με αυτό το ψευδώνυμο. Ένας από τους πιό απάνθρωπους σφαγείς της ΟΠΛΑ Σοφικού ήταν ο καπετάν Βόλγας. Για έναν δεύτερο Βόλγα της ΟΠΛΑ, από τα Λευκάκια Ναυπλίου, ο πατέρας του έλεγε ότι έγλειφε το αίμα σαν να ήταν πελτές τομάτας).
Το μεγάλο βάσανό μας εκεί ήταν ότι μας σήκωναν πρωί-πρωί και μας πήγαιναν μέσα στα χιόνια στο ποτάμι, τον Μέγδοβα (σ.σ. ο Ταυρωπός και στην αρχαιότητα λεγόταν Καμπύλος), τον περνούσαμε με τα παπούτσια στο χέρι, πάγωναν τα πόδια μας, και πηγαίναμε στο Στένωμα. Εκεί, μας φόρτωναν πάλι το αλεύρι που είχαμε πάει από το Καρπενήσι, και γυρίζαμε το ίδιο δρομολόγιο στη Βίνιανη, περνώντας πάλι τον Μέγδοβα. Σε κάθε κορίτσι, φόρτωναν 10 κιλά αλεύρι, ένα όπλο και 200 σφαίρες.
Να σας πω δε, παρότι κουβαλούσαμε το αλεύρι δεν μας έδιναν λίγο να φτιάξουμε λίγο κουρκούτι στην καραβάνα που μας είχαν δώσει, να φάμε κάτι.
Παρότι κουβαλούσαμε την ημέρα το αλεύρι και τα πυρομαχικά, στη Βίνιανη μας σήκωναν και τη νύχτα να φυλάμε σκοπιά. Μα έδιναν και παρασύνθημα . Τα κορίτσια, το καθένα είχαμε αριθμό, και με τον αριθμό μας φώναζαν οι ανταρτίνες οι παλιές να σηκωθούμε να πάμε για σκοπιά. Κοιμόμαστε χάμω με κάτι μικρές κουβερτούλες που μας είχαν δώσει. Εκεί που φυλάγαμε σκοπιά, μας έκαναν και έφοδο, και έπρεπε να τους φωνάξουμε «Αλτ! Τις Εί» για να μας δώσουν το παρασύνθημα
.
Μετά τη Βίνιανη μα ς πήγαν στη Μαυρομάτα (Έλσιανη) (σ.σ. προς Καρδίτσα, καρδιά των Αγράφων).
-Τι τρώγατε τότε;
-Άρχισαν να μας δίνουν από λίγο αλεύρι και το φτιάχναμε χυλό στην καραβάνα μια φορά την ημέρα.
- Καλά αυτοί, οι αντάρτες και οι ανταρτίνες, δεν έτρωγαν;
-Αυτοί, έτρωγαν! Να σας πω, αυτοί έτρωγαν τα κατσίκια!
Στη Μαυρομάτα, για εκπαίδευση μας έβγαζαν το βράδυ και μας έδειχναν πως να προσανατολιζόμαστε με τον πολικό αστέρα, να βρίσκουμε τον δρόμο μας.
Σε μια τέτοια άσκηση ένα βράδυ στη Μαυρομάτα τους έφυγαν 7 κορίτσια, και ήταν από τη δική μου Ομάδα. Μου είπαν αργότερα ότι ήρθαν να με πάρουν και μένα αλλά δεν με βρήκαν γιατί μου έκαναν μάθημα κάπου αλλού. Ήταν από εκείνα τα χωριά και γνώριζαν τον τόπο. Γύρισαν στο Καρπενήσι, πήγαν και στους γονείς μου και τους είπαν που είμαι και ότι δεν μπόρεσαν να με πάρουν.
Οι αντάρτες μας γύμναζαν και πως να κυλιόμαστε τυλιγμένες με τις κουβέρτες μας, μέσα στα βάτα. Μας έβαλαν να ρίχνουμε και με το πολυβόλο. Έριξα και εγώ.
Μετά αρχίσαμε να κρυβόμαστε όλη την ημέρα, να μην κυκλοφορούμε γιατί μας είχε πλησιάσει ο στρατός που ελευθέρωσε το Καρπενήσι (σ.σ. Το ΓΕΣ εκείνη την περίοδο, Φεβρουάριο με αρχές Μαρτίου 1949 πράγματι διερωτάτο τι έγιναν οι μεραρχίες του Γιώτη και του Διαμαντή, που θα κτυπήσουν, Αμφιλοχία, Αγρίνιο, Θεσσαλία. Μέχρι που εμφανίστηκαν εμπρός στην Άρτα).
Ήρθε ο Μάρτιος και ξεκινήσαμε μιά μεγάλη πορεία προς την Ήπειρο. Έλεγαν ότι πάμε να πάρουμε την Αρτα. Ένα μεσημέρι, όπως πηγαίναμε μας κτύπησαν τα αεροπλάνα. Βομβάρδισαν και τα καράβια από τη θάλασσα (σ.σ. μεταξύ 9-20 Μαρτίου 1949 οι μεραρχίες του «ΔΣΕ» του Καπετάν Γιώτη -στην οποίαν ήταν και τα στρατολογημένα κορίτσια από το Καρπενήσι-και του Διαμαντή, Ι και ΙΙ, διατάχθηκαν να κινηθούν εναντίον της Άρτας, ώστε να ελαττωθεί η πίεση στον «ΔΣΕ» βορειότερα στον Γράμμο, ώστε να μπορέσουν οι αντάρτες να επανέλθουν από το Βίτσι στον Γράμμο, από όπου είχαν εκδιωχθεί το καλοκαίρι του 1948 . Μονάδες του Ελληνικού Στρατού από Κόνιτσα και τη βόρεια Πίνδο μετακινήθηκαν πρός την Άρτα. Η επιχείρηση αυτή του «ΔΣΕ» είναι γνωστή ως «ο αντιπερισπασμός της Άρτας»).
Όταν φθάσαμε στο μέτωπο, οι αντάρτες και οι ανταρτίνες που μας κατεύθυναν ήθελαν να μας βάλουν μπροστά να πολεμήσουμε. Μας είχαν προχωρήσει στην πρώτη γραμμή. Ήρθε και ένα αεροπλάνο, αλλά ίσως να είδε ότι είμαστε από το Παιδομάζωμα, γιατί χτύπαγε το μυδράλιο αλλά δίπλα μας, όχι σε μας. Και οι αντάρτες μας φώναζαν, «ακίνητες», «μην κινείστε»! Οι αντάρτες μας φώναζαν να μην κινούμαστε εμείς, αλλά αυτοί σιγά-σιγά έφευγαν πίσω. Από την άλλη μεριά οι στρατιώτες μας φώναζαν «παραδοθείτε» αλλά εμείς,τα κορίτσια, φοβισμένες όπως είμαστε και ξαπλωμένες κάτω στη γη δεν είχαμε καταλάβει ότι είχαν φύγει και μας είχαν εγκαταλείψει. Αν προχωρούσαμε λίγο μπορούσαμε να παραδοθούμε και να γλυτώσουμε.
Αντίθετα απ΄αυτό όταν σταμάτησαν τα πυροβόλα και οι πυροβολισμοί, σηκωθήκαμε και πήραμε τον ανήφορο να φθάσουμε τους αντάρτες. Σε κάποια στιγμή τους φθάσαμε. Τότε, ένας αντάρτης μου δίνει να κουβαλώ στον ώμο μου και ένα πολυβόλο μαζί με το όπλο μου. Το πήρα, τι να έκανα, αλλά άρχισε να με πονά το πόδι μου και βογκούσα. Αυτό όμως απαγορευόταν γιατί ο στρατός μας ακολουθούσε, και μας έλεγαν να κάνουμε ησυχία.
Ευτυχώς, με άκουσε κάποιος καπετάνιος, ρώτησε ποια είναι αυτή που μιλάει, του είπαν ότι είναι ένα κορίτσι που έχει το πολυβόλο και διέταξε και μου το πήρανε.
Σταματήσαμε κάποια στιγμή την πορεία και συνεχίσαμε την επομένη ημέρα. Ο στρατός μας είχε πλησιάσει πιά, τραβούσαμε για του Κοράκου τη Γέφυρα, εκεί που έγινε ο μεγάλος χαμός! (σ.σ. Η ιστορική Γέφυρα του Κοράκου πάνω από τον Αχελώο, η μεγαλύτερη μονότοξη πέτρινη γέφυρα των Βαλκανίων που συνέδεε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και τη Στερεά. Κτίσθηκε το 1514. Είχε άνοιγμα στη βάση 84 μέτρα και ύψος στη μέση της καμάρας 46 μέτρα).
Φθάσαμε στη γέφυρα, απόγευμα, Μάρτης μήνας, και βρίσκουμε άλλο λόχο εκεί που είχε και κορίτσια από το χωριό μας. Με είδε ένα κοριτσάκι, γειτόνισσά μου, και με ρώτησε, «Ευγενία έχω λίγο κουρκούτι, το θέλεις». Αυτά ξεκουράζονταν και ο δικός μας ο λόχος περνούσε. Μας πέρασαν από τη γέφυρα απέναντι είναι ένα μεγάλο βουνό, εκεί συνορεύει η Ήπειρος με τη Θεσσαλία. Πίσω μας γινόταν μάχη μεγάλη, σκοτώθηκαν πολλοί αντάρτες, χαλάσανε και τη γέφυρα, την κόψανε στη μέση.
Εμείς προχωρήσαμε προς τα πίσω το βουνό, είχαν πιάσει το βουνό οι αντάρτες, και μα είπαν «λούφα, να μην φαινόσαστε», «ησυχία, δεν θα μιλάτε». Είχε ρίξει και λίγο χιόνι, θυμάμαι.
Όλην την νύχτα η μάχη συνεχιζόταν, ακούγονταν εκρήξεις, αλλά εμείς είμαστε πίσω δεν κινδυνεύαμε.
Ξημέρωσε και η επόμενη ημέρα και οι αντάρτες μας διέταξαν να παραμείνουμε κάτω ακίνητες. Έφθασε το μεσημέρι και οι ανταρτίνες που μα φύλαγαν, και ένας αντάρτης που ήταν εκεί μαζί μας, έπεσαν για ύπνο. Είχε και έναν ήλιο. Περιμέναμε να νυχτώσει είπαν, για να φύγουμε προς τα πάνω, την Πίνδο, την Αλβανία.
[σ.σ. Όταν οι δυό μεραρχίες του «ΔΣΕ» εγκατέλειψαν τον ελιγμό που έκαναν ότι δήθεν θα κτυπούσαν την Άρτα, κατευθύνθηκαν προς την Γέφυρα του Κοράκου. Εκεί δέχθηκαν σκληρά κτυπήματα από την Ελληνική αεροπορία αλλά και το πυροβολικό και το πεζικό του Ελληνικού Στρατού που είχε τεθεί στο κυνήγι τους. Και οι αντάρτες αντιστάθηκαν ισχυρά για να κρατήσουν τη γέφυρα ανοικτή, να περάσουν τα τμήματά τους, και έχασαν εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Η κορύφωση της μάχης έλαβε χώρα την 28η Μαρτίου 1949. Τελικά, όλα τα τμήματα του «ΔΣΕ» πέρασαν τη γέφυρα πλην μιας διμοιρίας, πριν ο «ΔΣΕ» ανατινάξει τη γέφυρα κοντά στα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας, ώστε να σταματήσει την καταδίωξη από τον Ελληνικό Στρατό].
(ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ, με το τέλος της περιπέτειας της Ευγενίας, αύριο)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου